Αντλία συνεχούς υποδόριας έγχυσης ινσουλίνης

706

H αντλία συνεχούς έγχυσης ινσουλίνης αποτελεί είδος εντατικοποιημένης θεραπείας, το οποίο είναι αρκετά συχνό στην αντιμετώπιση ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1. Αυτό συμβαίνει διότι η αντλία έγχυσης ινσουλίνης μιμείται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον φυσιολογικό τρόπο έκκρισης ινσουλίνης από τον οργανισμό.

Η αντλία ινσουλίνης λειτουργεί με υπερταχείας δράσης ινσουλίνη, η οποία εγχέεται συνεχώς στον υποδόριο χώρο,  δηλαδή το χώρο κάτω από το δέρμα, εκεί που γίνονται οι ενέσεις ινσουλίνης. Η ποσότητα της ινσουλίνης που εγχέεται συνεχώς προγραμματίζεται ακόμα και ανά μισάωρο (βασικός ρυθμός), ενώ πριν από τα γεύματα χορηγούνται δόσεις εφόδου (bolus) για την κάλυψη αυτών. Κατά τον  τρόπο αυτό, είναι δυνατόν να «κόβεται και να ράβεται» η δόση της ινσουλίνης στις ανάγκες του κάθε ατόμου.

Επίσης, υπάρχει η δυνατότητα καλύτερου χειρισμού των σύνθετων γευμάτων που είναι πλουσιότερα σε λίπος ή περιέχουν μεγάλα φορτία υδατανθράκων, δεδομένου ότι η αντλία διαθέτει προγράμματα που επιτρέπουν να χορηγείται μια πρώτη δόση κατά την αρχή του γεύματος, αλλά ταυτόχρονα και  μια παρατεταμένη δόση σε χρονικό διάστημα που καθορίζεται από το ίδιο το άτομο ανάλογα με τις ανάγκες του γεύματος. Πχ συχνά αναφέρεται από τα άτομα με διαβήτη ότι το σάκχαρο αυξάνεται πολύ κάποιες ώρες μετά από την κατανάλωση πίτσας.

Η χρήση του προγράμματος της διφασικής ινσουλίνης επιτρέπει τον καλύτερο χειρισμό του μεταγευματικού σακχάρου και μειώνει τον κίνδυνο των υψηλών σακχάρων. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι μπορούν τα άτομα με διαβήτη να τρώνε ανεξέλεγκτες ποσότητες φαγητού, παραβιάζοντας κάθε μέτρο, γιατί η αντλία δεν υποκαθιστά το φυσιολογικό πάγκρεας.

Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει για τη χρήση της αντλίας σε μικρές ηλικίες κάτω των 6 ετών.

Τα μικρά παιδιά είναι συχνά απρόβλεπτα, τόσο στο φαγητό, όσο και την κίνηση. Αρέσκονται σε πολλά και μικρά γεύματα ενώ η κίνησή τους κάθε άλλο παρά προγραμματισμένη είναι. Η χρήση της αντλίας στις ηλικίες αυτές επιτρέπει τη χορήγηση ινσουλίνης και μετά το γεύμα όταν δεν είναι δυνατόν να υπολογισθεί η ποσότητα του φαγητού που θα καταναλώσει το παιδί.

Επιπλέον, μπορούν να χορηγηθούν πολλές μικρές δόσεις ανάλογα με τα γεύματα του παιδιού, ενώ είναι εξαιρετικά δύσκολο να κάνουν οι γονείς τον ανάλογο αριθμό ενέσεων όταν ακολουθείται το σχήμα εντατικοποιημένης θεραπείας με πολλαπλές ενέσεις. Οι δυνατότητες αυτές επιτρέπουν πολύ καλύτερη ποιότητα ζωής στα παιδιά αλλά και τους γονείς τους. Επιπλέον, η αντλία είναι ιδιαίτερα ασφαλής αφού τον χειρισμό και τις αποφάσεις για την ινσουλίνη τις παίρνουν κύρια οι γονείς. Πολλές φορές εκφράζονται φόβοι για την ασφάλεια των παιδιών από γονείς οι οποίοι διστάζουν να ξεκινήσουν την αντλία ινσουλίνης.

Η εμπειρία, όμως, τόσο από το κέντρο το δικό μας, όσο και από άλλα κέντρα του εξωτερικού που παρακολουθούν μεγάλους αριθμούς ασθενών, δείχνει ότι οι ομάδες αυτές των παιδιών είναι εκείνες που ωφελούνται ιδιαίτερα. Γονείς παιδιών που αντιμετωπίζονται με αντλία ινσουλίνης στις μικρές αυτές ηλικίες συνήθως δεν επιθυμούν την επιστροφή τους στο σύστημα των πολλαπλών ενέσεων.

Τα δεδομένα από τον ιατρικό χώρο δείχνουν ότι υπάρχει βελτίωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης και μείωση της συχνότητας υπογλυκαιμικών επεισοδίων με τη χρήση αντλίας ινσουλίνης. Παλαιότερα είχαν εκφρασθεί φόβοι για τον κίνδυνο κετοξέωσης. Σήμερα, ωστόσο, όλα τα δεδομένα δείχνουν ότι ο κίνδυνος κετοξέωσης δεν αυξάνεται όταν υπάρχει καλή εκπαίδευση και σωστή ενημέρωση των ατόμων με διαβήτη.

Η  σωστή εκπαίδευση των ατόμων με διαβήτη ή/και της οικογένειάς τους είναι το κλειδί για την επιτυχημένη εφαρμογή της αντλίας ινσουλίνης. Επιπρόσθετα η ακρίβεια χορήγησης ινσουλίνης αυξάνεται πολύ όταν χρησιμοποιείται η μέθοδος του προσδιορισμού των  ισοδυνάμων των υδατανθράκων (ή αντίστοιχα της μέτρησης των γραμμαρίων των υδατανθράκων).

Η πρόσληψη βάρους δεν φαίνεται να αποτελεί πρόβλημα στους χρήστες της αντλίας όταν υπάρχει συνετή χρήση και όχι κατάχρηση στο θέμα του φαγητού.

Η αντλία ινσουλίνης έχει τη δυνατότητα συνεργασίας με συστήματα συνεχούς καταγραφής γλυκόζης (CGMS). Ο αισθητήρας της γλυκόζης μετράει ανά 5 min το σάκχαρο (288 μετρήσεις το 24ωρο) και  στέλνει τα αποτελέσματα της μέτρησης στην οθόνη της αντλίας.

Με τον τρόπο αυτό, το άτομο με διαβήτη μπορεί να βλέπει στην οθόνη της αντλίας  την τάση του σακχάρου, τόσο προς τις υψηλές, όσο και τις χαμηλές τιμές και κατά συνέπεια μπορεί να παρεμβαίνει έγκαιρα  για διόρθωση αυτών. Επιπλέον, ένα μοντέλο αντλίας συνεχούς έγχυσης ινσουλίνης, η αντλία VEO της εταιρείας Μedtronic, διακόπτει την παροχή ινσουλίνης για χρονικό διάστημα διώρου, όταν υπάρχει η πληροφορία από τον αισθητήρα ότι τα επίπεδα της ινσουλίνης έχουν πέσει χαμηλά και δεν υπάρχει η ανάλογη αντίδραση από το άτομο με διαβήτη.

Νεότερα μοντέλα αντλίας που πρόκειται να κυκλοφορήσουν διαθέτουν συστήματα πρόβλεψης της χαμηλής τιμής σακχάρου, έτσι ώστε να διακόπτουν έγκαιρα τη χορήγηση ινσουλίνης για μισάωρο, πριν ακόμα πέσει το σάκχαρο σε χαμηλά επίπεδα. Η χρήση αυτών των συστημάτων είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τη μείωση της συχνότητας των νυκτερινών υπογλυκαιμιών προσφέροντας μεγαλύτερη ασφάλεια κατά τη διάρκεια του ύπνου.

Τα συστήματα αυτά αποτελούν μερική εφαρμογή του συστήματος του κλειστού κυκλώματος, το οποίο σχεδιάζεται να εφαρμοσθεί σταδιακά τα επόμενα χρόνια  στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη.

 

Η βελτίωση της ακρίβειας των αισθητήρων σακχάρου είναι από τους κύριους στόχους τα επόμενα χρόνια. Αναμένεται να κυκλοφορήσουν αισθητήρες σακχάρου μεγαλύτερης αξιοπιστίας, οι οποίοι θα δίνουν πληροφορίες για την «υγεία» του αισθητήρα. Επιπρόσθετα, οι μελλοντικοί αισθητήρες αναμένεται να συνδυάζουν διάφορες μεθόδους προσδιορισμού της γλυκόζης και να μην περιορίζονται μόνον σε μία μέθοδο. Επίσης, αναμένεται μείωση του μεγέθους τους. Οι αισθητήρες του σακχάρου αποτελούν τμήμα του κλειστού κυκλώματος που πιστεύεται ότι θα αποτελέσει την τεχνολογική λύση στην επιτυχημένη αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη.