Σακχαρώδης διαβήτης και χορήγηση κορτικοστεροειδών

3296

Αρκετά συχνά άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη ή με προδιάθεση για την εμφάνισή του, απαιτείται να λάβουν αγωγή με κορτικοστεροειδή ή αλλιώς γλυκοκορτικοειδή, για την αντιμετώπιση μίας άλλης πάθησης.

Τα κορτικοστεροειδή χρησιμοποιούνται για να περιορίσουν τη φλεγμονή και να καταστείλουν το ανοσοποιητικό σύστημα σε μια ποικιλία καταστάσεων, όπως το βρογχικό άσθμα, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, κάποιες αυτοάνοσες ασθένειες, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα και ο ερυθηματώδης λύκος, οι μεταμοσχεύσεις οργάνων, νευρολογικές καταστάσεις, όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας, καθώς και σε περίπτωση μιας φλεγμονώδους νόσου του εντέρου.
Παρά τις αντιφλεγμονώδεις ιδιότητές τους, τα γλυκοκορτικοειδή παρουσιάζουν πολλαπλές ανεπιθύμητες δράσεις στο μεταβολισμό, οι οποίες περιλαμβάνουν την ανάπτυξη σακχαρώδους διαβήτη, υπέρτασης και οστεοπόρωσης.

Ο σακχαρώδης διαβήτης που οφείλεται στη λήψη στεροειδών (κορτιζόνης) ορίζεται σαν μία παθολογική αύξηση στη γλυκόζη του αίματος που σχετίζεται με τη λήψη των γλυκοκορτικοειδών σε έναν ασθενή με ή χωρίς ιστορικό σακχαρώδους διαβήτη.
Εξαιρετικά συχνά συνταγογραφούμενα γλυκοκορτικοειδή, όπως η υδροκορτιζόνη, η δεξαμεθαζόνη και η πρεδνιζόνη, μπορούν μάλιστα να αυξήσουν σημαντικά τα επίπεδα της γλυκόζης σε ασθενείς με γνωστό σακχαρώδη διαβήτη, καθώς και σε άτομα με διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη ή προδιαβήτη.
Μελέτες που έχουν δημοσιευτεί αποδίδουν αυτή τη δράση των γλυκοκορτικοειδών σε πολλούς παράγοντες μεταξύ των οποίων σε αύξηση της ινσουλινοαντίστασης, πιθανότατα λόγω μειωμένης συγγένειας σύνδεσης της ινσουλίνης, καθώς και στην έντονη επίδραση των γλυκοκορτικοειδών στη γλυκονεογένεση που συντελείται στο ήπαρ και το λιπώδη ιστό, αλλά και άμεσα στα β – κύτταρα του παγκρέατος. Οι από την ινσουλίνη διαμεσολαβούμενες οδοί σύνθεσης του γλυκογόνου επηρεάζονται επίσης άμεσα από τα γλυκοκορτικοειδή.
Με απλά λόγια, η κορτιζόνη επάγει την αύξηση των επιπέδων της γλυκόζης διεγείροντας την έκκριση γλυκόζης από το ήπαρ, καθώς και αναστέλλοντας τη μείωση της μεταφοράς της γλυκόζης στα λιπώδη και μυϊκά κύτταρα, ενώ μπορεί επίσης να επηρεάσει την έκφραση των γλυκοζομεταφορέων GLUT-2.
Ο GLUT-2 είναι μια πρωτεΐνη που λειτουργεί σαν «πορθμείo» γλυκόζης στη μεμβράνη του κυττάρου.

Το συνολικό αποτέλεσμα είναι μείωση στην κάθαρση της γλυκόζης.

Οι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη σακχαρώδους διαβήτη όταν λαμβάνονται γλυκοκορτικοειδή, περιλαμβάνουν τη συνολική δόση και τη διάρκεια της θεραπείας, το θετικό οικογενειακό ιστορικό για σακχαρώδη διαβήτη, τη διαταραγμένη ανοχή γλυκόζης, τον αυξημένο δείκτη μάζας σώματος, την ηλικία του ασθενούς και την οδό χορήγησης του φαρμάκου.

Σε άτομα που ήδη πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη, ακόμη και μια σύντομη θεραπεία με κορτικοστεροειδή σε χαμηλές δόσεις, είναι πιθανό να εκτοξεύσει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα.
Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι τα κορτικοστεροειδή αναφέρονται και ως γλυκοκορτικοειδή, λόγω της ισχυρής επίδρασης που έχουν στο μεταβολισμό της γλυκόζης.

Για το λόγο αυτό, όταν λαμβάνεται θεραπεία με κορτικοστεροειδή είναι σημαντικό να παρακολουθούνται στενά τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Σε ασθενείς μάλιστα στους οποίους έχουν εντοπιστεί συγκεκριμένοι παράγοντες κινδύνου ή σε εκείνους που πάσχουν ήδη από σακχαρώδη διαβήτη, είναι σημαντικό να παρακολουθούνται τα επίπεδα και με ένα μετρητή γλυκόζης στο σπίτι.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι η από τα στεροειδή επαγόμενη υπεργλυκαιμία παρουσιάζει και μία ιδιαιτερότητα: αρκετά συχνά τα επίπεδα της γλυκόζης δεν παρουσιάζονται σταθερά αυξημένα καθ ‘όλη τη διάρκεια του 24ώρου, αλλά τα επίπεδα του σακχάρου παρουσιάζονται αυξημένα, κυρίως μεταγευματικά.

Συγκεκριμένα, όταν τα γλυκοκορτικοειδή χορηγούνται τις πρωινές ώρες, συνήθως, δεν προκαλούν μεγάλη αύξηση των επιπέδων της γλυκόζης άμεσα. Αυτή αρχίζει να αυξάνεται σταδιακά μέχρι την ώρα του μεσημεριανού γεύματος, ενώ παραμένει σε υψηλά επίπεδα μέχρι τις πρώτες ώρες το απόγευμα και στη συνέχεια μειώνεται σταδιακά στη διάρκεια της νύχτας.
Πολλοί άνθρωποι έχουν με άλλα λόγια φυσιολογικές τιμές σακχάρου το πρωί, ενώ λαμβάνουν κορτιζόνη και αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τη μέτρηση και αξιολόγηση των τιμών της γλυκόζης και την επιλογή της θεραπείας.

Η ινσουλίνη αποτελεί προς το παρόν τη βασική θεραπευτική επιλογή σε αυτήν τη μορφή του διαβήτη κατά το διάστημα χορήγησης της θεραπείας, ειδικά αν τα στεροειδή πρόκειται να ληφθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Τα άτομα με γνωστό σακχαρώδη διαβήτη πρέπει να γνωρίζουν ότι η δοσολογία των αντιδιαβητικών φαρμάκων μπορεί να χρειάζεται να αυξηθεί με τη χρήση κορτικοστεροειδών και στην πορεία να μειωθεί όσο αυτά αποσύρονται σταδιακά.
Η διάρκεια της σωματικής δραστηριότητας και η ποιότητα των γευμάτων θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη κατά το σχεδιασμό της θεραπευτικής στρατηγικής.

Σε περίπτωση εγκατάστασης του σακχαρώδους διαβήτη μετά τη διακοπή της χορήγησης γλυκοκορτικοειδών, απαιτείται επαναπροσδιορισμός της θεραπείας, σύμφωνα με τις διεθνείς οδηγίες.

Με δεδομένα, συμπερασματικά, τα οφέλη που μπορεί να προκύψουν από τη λήψη κορτικοστεροειδών σε ένα μεγάλο φάσμα ασθενειών, η διάγνωση του σακχαρώδους διαβήτη που προκαλείται ή επιδεινώνεται από αυτή ολοένα και θα αυξάνει.
Η χρήση των σύγχρονων μεθόδων παρακολούθησης της γλυκόζης του αίματος σε ασθενείς με αυξημένη προδιάθεση για εμφάνιση υπεργλυκαιμίας και σε εκείνους με προϋπάρχοντα σακχαρώδη διαβήτη, πιθανότατα μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην αντιμετώπισή του, ενώ μελλοντικές έρευνες πάνω στον ακριβή μηχανισμό ανάπτυξης της ινσουλινοαντίστασης κατά τη χορήγηση των γλυκοκορτικοειδών μπορεί να προσφέρουν τη δυνατότητα για πρόληψη και στοχευμένη θεραπεία.