ΔΙΑΒΗΤΗΣ ΚΑΙ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗ – Κρίκοι της ίδιας αλυσίδας

264

Οστεοπόρωση είναι η μείωση της οστικής μάζας ενός ατόμου συγκριτικά με φυσιολογικά άτομα ίδιου φύλου και ηλικίας, που συνδυάζεται με διαταραχές στην αρχιτεκτονική του οστού. Συνέπεια των παραπάνω είναι η εύκολη πρόκληση αυτόματων ή παθολογικών καταγμάτων. Το οστεοπορωτικό κάταγμα λέγεται παθολογικό ή αυτόματο, δηλαδή συμβαίνει χωρίς ή μετά από ελάχιστου βαθμού κάκωση. Η οστεοπόρωση αφορά όχι μόνο τις γυναίκες (αν και συνηθέστερη σε αυτές) αλλά και τους άνδρες. Ως προ-στάδιο της οστεοπόρωσης υπάρχει η οστεοπενία. Και για τις δύο έχουν τεθεί όρια αναφοράς από τον ΠΟΥ με βάση τις τιμές της οστικής πυκνότητας του ατόμου.

Η οστεοπόρωση αποτελεί ιατρικό πρόβλημα με τεράστια κοινωνικοοικονομική σημασία. Ο αριθμός των παθολογικών καταγμάτων που οφείλονται στην οστεοπόρωση αυξάνει θεαματικά. Έτσι, ενώ το 1990 τα κατάγματα ισχίου υπολογίζονταν σε 1,66 εκατομμύρια το χρόνο, το 2050 υπολογίζεται ότι θα φτάσουν τα 6,26 εκατομμύρια.

Η οστεοπενία/οστεοπόρωση είναι κάτι που φαίνεται να αφορά άμεσα και τα άτομα με διαβήτη. Ειδικότερα, για το διαβήτη τύπου 1 η συσχέτιση είναι πιο σαφής και οι περισσότερες μελέτες έχουν δείξει ότι τα άτομα με νεανικό διαβήτη έχουν συχνά μειωμένη οστική μάζα. Ως προς το διαβήτη τύπου 2, υπάρχουν ετερογενή αποτελέσματα, έχει ωστόσο διαπιστωθεί αυξημένη συχνότητα καταγμάτων του περιφερικού σκελετού στα άτομα με διαβήτη στα οποία υπάρχει νευροπάθεια.

Θα πρέπει να τονιστεί, ότι στην περίπτωση του διαβήτη, εκτός από τη μείωση της οστικής μάζας, στην πρόκληση κατάγματος συμβάλλουν επιπλοκές που μπορεί να προϋπάρχουν, όπως η αμφιβληστροειδοπάθεια και τα καρδιαγγειακά συμβάματα, που μπορεί να συμβάλουν σε διαταραχή της εγκεφαλικής αιμάτωσης και η επιρρέπεια των ηλικιωμένων σε πτώσεις.

Το ερώτημα που δικαιολογημένα προκύπτει είναι αν η ύπαρξη οστεοπενίας καθώς και ο βαθμός της εξαρτώνται από την ποιότητα ρύθμισης του μεταβολισμού των υδατανθράκων. Και σε αυτό το σημείο, πάλι, αναφέρονται αντικρουόμενα δεδομένα,. Όμως, αυτό δε σημαίνει πως ο στόχος πρέπει να παραμένει η καλύτερη δυνατή ρύθμιση, όπως ισχύει και στην περίπτωση πρόληψης των άλλων κλασικών επιπλοκών του διαβήτη. Ανάλογη ασάφεια υπάρχει και ως προς το θέμα της διάρκειας του διαβήτη και της μείωσης της οστικής μάζας, αν και στον τύπο 1, η παρουσία της νόσου για πάνω από 5 χρόνια συνδέεται με εντονότερη μείωση της οστικής μάζας.

Μέτρηση οστικής μάζας

Η μέτρηση της οστικής μάζας γίνεται στις κλασικές ανατομικές θέσεις που συμβαίνουν τα οστεοπορωτικά κατάγματα, όπως οι οσφυϊκοί σπόνδυλοι, το άνω άκρο του μηριαίου (ισχίο) και το αντιβράχιο. Οι τιμές της πυκνότητας πρέπει να αξιολογούνται πάντα σε σχέση με τις αντίστοιχες τιμές αναφοράς από τον πληθυσμό που ανήκει το άτομο, δεδομένου ότι και μεταξύ των πληθυσμών υπάρχουν διαφορές που αφορούν στην πρόσληψη ασβεστίου (λήψη γαλακτοκομικών), στην ηλιοφάνεια (βιταμίνη D), στην περιεκτικότητα του νερού σε φθόριο κ.ά.

Η καθιέρωση νέων μεθόδων προσδιορισμού της οστικής μάζας, όπως η απορροφησιομετρία των φωτονίων έδωσε τη δυνατότητα έγκαιρης διαπίστωσης ακόμη και μικρού βαθμού οστικής απώλειας. Αυτό έχει μεγάλη σημασία, δεδομένου ότι ήδη και στο στάδιο της οστεοπενίας, η εφαρμογή προφυλακτικής αγωγής για την αποφυγή μετάπτωσης σε οστεοπόρωση, είναι περισσότερο από απαραίτητη, ιδιαίτερα αν το άτομο έχει στο ιστορικό του ένα ή περισσότερους παράγοντες κινδύνου για οστεοπόρωση.

Τέτοιοι παράγοντες θεωρούνται η λεπτή σωματική κατασκευή, η κληρονομικότητα, η απουσία επαρκούς σωματικής άσκησης, καθώς και η μη επαρκής πρόσληψη ασβεστίου. Τα δύο τελευταία έχουν καθοριστικό ρόλο, όταν αφορούν την παιδική και εφηβική ηλικία, χωρίς να υπολείπονται σε σημασία και στην υπόλοιπη ζωή. Επιπλέον, το κάπνισμα, η κατάχρηση οινοπνευματωδών και η χρήση διαφόρων φαρμάκων, όπως και διάφορα νοσήματα συμβάλλουν στην πρόκληση οστικής απώλειας.

Θεραπεία

Ποια αγωγή εφαρμόζεται αν ένα άτομο βρεθεί να έχει οστεοπενία ή οστεοπόρωση με βάση τις μετρήσεις της οστικής μάζας; Η απόφαση για το είδος της αγωγής δεν στηρίζεται μόνο στα αποτελέσματα των μετρήσεων της οστικής μάζας (πυκνότητας), αλλά στη συνεκτίμηση και άλλων στοιχείων, όπως οι παράγοντες κινδύνου για οστεοπόρωση (που αναφέρθηκαν παραπάνω) και οι βιοχημικοί δείκτες του οστικού μεταβολισμού. Στους παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνονται τυχόν προηγούμενο κάταγμα, όπως και η μακροχρόνια ακινησία εξαιτίας κάποιου νοσήματος ή κατάστασης.

Από πλευράς διαιτητικής και φαρμακευτικής αγωγής, στο στάδιο της οστεοπενίας ή της οστεοπόρωσης, ισχύουν βασικά οι ίδιες αρχές που ισχύουν και στα άτομα που δεν έχουν διαβήτη. Βέβαια, προκύπτουν ιδιαιτερότητες που έχουν σχέση με το διαβήτη και οι οποίες πρέπει να τύχουν προσοχής, όπως η λήψη γαλακτοκομικών με χαμηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά, η επαρκής, αλλά ταυτόχρονα και «περιορισμένη» χορήγηση ασβεστίου, αν υφίσταται αγγειοπάθεια κ.ο.κ.