Γλαύκωμα και Διαβήτης

717

To γλαύκωμα είναι ένα σύνολο από διαφορετικές και συχνά ανομοιογενείς κλινικές παθήσεις, οι οποίες ως βασικό κοινό χαρακτηριστικό εύρημα έχουν την εμφάνιση εκφυλιστικών και επιδεινούμενων αλλοιώσεων στο επίπεδο της οπτικής θηλής.

Η διάγνωση του γλαυκώματος είναι κατά βάση κλινική, αλλά πλέον σημαντικός ρόλος δίνεται σε επικουρικές εξετάσεις που εκτιμούν με απαράμιλλη ακρίβεια μορφομετρικά χαρακτηριστικά του οπτικού νεύρου και του νευροαμφιβληστροειδή χιτώνα.

Επίσης, από τον προηγούμενο αιώνα έχει καταστεί δυνατή η εκτίμηση της οπτικής δυσλειτουργίας του γλαυκώματος με την πιστοποιημένη εξέταση της στατικής αυτοματοποιημένης περιμετρίας (διενέργεια οπτικών πεδίων). Ο κλινικός οφθαλμίατρος καθήκον έχει να συνεκτιμήσει τις δομικές και λειτουργικές αλλοιώσεις στα αποτελέσματα των κλινικών και παρακλινικών εξετάσεων ενός συγκεκριμένου ασθενή, ώστε να προτείνει την ενδεδειγμένη θεραπευτική αντιμετώπιση, η οποία μπορεί να είναι φαρμακευτική, με Laser, με ελάχιστα επεμβατική χειρουργική παρέμβαση ή πιο συμβατική χειρουργική. Με ενδιαφέρον αναμένονται και νέα φαρμακευτικά ενθέματα βραδείας αποδέσμευσης που θα μπορούν να αντικαταστήσουν την συμβατική σταγονοθεραπεία για αρκετούς μήνες.

Αν και η σύγχρονη οφθαλμολογία αρχίζει να κατανοεί σιγά-σιγά βασικά στοιχεία της νευροεκφυλιστικής διάστασης της πάθησης σε γονιδιακό επίπεδο, το σημαντικότερο κλινικό χαρακτηριστικό παραμένει η προσεκτική εκτίμηση της ενδοφθάλμιας πίεσης ως παράγοντας κινδύνου εξέλιξης της νόσου, αν και τουλάχιστον το 1/6 των ασθενών ποτέ δεν έχουν και δεν αποκτούν ποτέ παθολογικά υψηλή ενδοφθάλμια πίεση. Για το λόγο αυτό γίνονται ουσιαστικές προσπάθειες απεμπλοκής από την υπεραπλούστευση ότι το γλαύκωμα είναι συνώνυμο της οφθαλμικής υπερτονίας (αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης), αφού έτσι κι αλλιώς το μέγεθος που πραγματικά μας αφορά στην τονομέτρηση δεν είναι στην πραγματικότητα η ίδια η ενδοφθάλμια πίεση, αλλά η διαφορά πίεσης μεταξύ εγκεφαλονωτιαίου υγρού και οφθαλμών, καθώς και η πίεση διήθησης στην οποία η διαστολική συστηματική πίεση παίζει σημαντικό ρόλο.

Η συσχέτιση του γλαυκώματος με αγγειακές παθήσεις, σοβαρή ημικρανία, υπέρταση και διαβήτη είναι γνωστή εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Ειδικά για το διαβήτη, που μαζί με το γλαύκωμα αποτελούν τις δύο συχνότερες αιτίες σοβαρής απώλειας όρασης, παγκοσμίως, η συσχέτιση είναι σαφής. Ο διαβητικός ασθενής δεν έχει μόνο συχνότερα απλό πρωτοπαθές γλαύκωμα, αλλά έχει και γλαύκωμα μεγαλύτερης βαρύτητας και με γρηγορότερη επιδείνωση. Επίσης, οφθαλμοί ασθενών με προχωρημένη διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια εμφανίζουν και νεοαγγειακό δευτερογενές γλαύκωμα, το οποίο είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο για την όραση του ασθενούς.

Παρόλα αυτά, για τους διαβητικούς μας ασθενείς υπάρχουν και καλά νέα:  Η καλή και συνεχής ρύθμιση του σακχάρου φαίνεται ότι αναστέλλει την κακή πορεία του διαγνωσμένου γλαυκώματος (αλλά και της διαβητικής αμφιβληστοειδοπάθειας) και πλέον, η εξέλιξη της γλαυκωματικής οπτικής νευροπάθειας – στους ρυθμισμένους διαβητικούς- ΔΕΝ αναμένεται να διαφέρει σημαντικά από τους μη διαβητικούς ασθενείς.

Τέλος, το γλαύκωμα, σαν νευροεκφυλιστική ασθένεια του εγκεφάλου, φαίνεται ότι έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με το διαβήτη σε μικροαγγειακό επίπεδο, ώστε πολλοί πια να μιλάνε ανοικτά πως το γλαύκωμα αποτελεί στην πραγματικότητα έκφανση “διαβήτη” του κεντρικού νευρικού συστήματος που αφορά στην όραση. Οι ίδιοι αυτοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι είναι πολύ πιθανό οι σημαντικές σύγχρονες εξελίξεις αντιμετώπισης της διαβητικής μικροαγγειοπάθειας σε μοριακό επίπεδο, ενδεχομένως, να αποτελέσουν τη βάση της νέας φαρμακοθεραπείας σε επίπεδο νευροπροστασίας του γλαυκώματος, που θα είναι απαλλαγμένη εντελώς από την έννοια της ρύθμισης της ενδοφθάλμιας πίεσης.