Η Μεταμόσχευση Νεφρού σε ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη

606

Η διαβητική νεφροπάθεια είναι η πιο συχνή αιτία χρόνιας νεφρικής νόσου τελικού σταδίου στις δυτικές κοινωνίες. Η μεταμόσχευση νεφρού, κατά προτίμηση από ζώντα αλλά και από αποβιώσαντα δότη, αποτελεί τη θεραπεία εκλογής για ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη και τελικό στάδιο χρόνιας νεφρικής νόσου, καθώς προσφέρει πλεονέκτημα στην επιβίωση και στην ποιότητα ζωής συγκρινόμενη με την εξωνεφρική κάθαρση.  Μάλιστα, η επιβίωση είναι ακόμη καλύτερη όταν η μεταμόσχευση νεφρού πραγματοποιηθεί πριν καταστεί αναγκαία η εξωνεφρική κάθαρση (preemptive transplantation).

Οι διαβητικοί ασθενείς εμφανίζουν κάποιες ιδιαιτερότητες, τόσο στον προμεταμοσχευτικό έλεγχο όσο και μετά τη μεταμόσχευση, οι οποίες σχετίζονται με την αυξημένη συχνότητα καρδιαγγειακής νόσου στους ασθενείς αυτούς και με τον αυξημένο κίνδυνο βακτηριακών και μυκητιασικών λοιμώξεων σε σύγκριση με μη διαβητικούς λήπτες νεφρικού μοσχεύματος.

Η καρδιαγγειακή νόσος αποτελεί την πιο συχνή αιτία θανάτου σε διαβητικούς λήπτες νεφρικού μοσχεύματος και η καρδιαγγειακή νοσηρότητα και θνητότητα είναι ιδιαιτέρως αυξημένη στην άμεση μετά τη μεταμόσχευση περίοδο. Έτσι, στα πλαίσια του προμεταμοσχευτικού ελέγχου, οι διαβητικοί ασθενείς πρέπει να υποβάλλονται σε ενδελεχή διερεύνηση για την παρουσία ασυμπτωματικής στεφανιαίας νόσου, που περιλαμβάνει οπωσδήποτε μη επεμβατικές δοκιμασίες, όπως υπερηχογράφημα μετά φαρμακευτική κόπωση και σε περίπτωση θετικής ή αμφίβολης μη επεμβατικής δοκιμασίας απαιτείται στεφανιογραφία.  Επιπλέον, είναι αναγκαία πριν τη μεταμόσχευση η διερεύνηση για την παρουσία περιφερικής αγγειοπάθειας, η οποία είναι ιδιαιτέρως συχνή σε διαβητικούς ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο και αποτελεί αιτία σημαντικών διεγχειρητικών και μετεγχειρητικών επιπλοκών, συμπεριλαμβανομένης της αδυναμίας επιτυχούς εκτέλεσης των αγγειακών αναστομώσεων. Σε κάθε περίπτωση, η στεφανιαία νόσος και η περιφερική αγγειοπάθεια πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ενδεδειγμένο τρόπο πριν τη νεφρική μεταμόσχευση. Επιπρόσθετα, ο προμεταμοσχευτικός έλεγχος θα αναγνωρίσει τους ασθενείς με απαγορευτικά υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο και μειωμένο προσδόκιμο επιβίωσης, οι οποίοι θα πρέπει να αποκλειστούν ως υποψήφιοι λήπτες νεφρικού μοσχεύματος.

Οι διαβητικοί ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο τελικού σταδίου που υποβάλλονται σε μεταμόσχευση νεφρού, έχουν επιβίωση της τάξης του 75-80% στα 5 χρόνια που είναι χαμηλότερη από αυτήν που παρατηρείται σε μη διαβητικούς λήπτες νεφρικού μοσχεύματος. Ωστόσο, τα ποσοστά αυτά είναι σημαντικά καλύτερα από τα αντίστοιχα σε διαβητικούς ασθενείς υπό εξωνεφρική κάθαρση, όπου η 5ετής επιβίωση μετά βίας προσεγγίζει το 30%.

Οι διαβητικοί ασθενείς είναι περισσότερο επιρρεπείς στην εμφάνιση λοιμώξεων του ουροποιητικού μετά τη νεφρική μεταμόσχευση συγκρινόμενοι με μη διαβητικούς λήπτες νεφρικού μοσχεύματος. Επιπλέον, ο γλυκαιμικός έλεγχος είναι συχνά πιο δύσκολος μετά τη νεφρική μεταμόσχευση, καθώς τα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα έχουν συχνά βλαπτική επίδραση στη λειτουργία των β-κυττάρων του παγκρέατος και στην περιφερική δράση της ινσουλίνης.

Συμπερασματικά, θα πρέπει να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε οι διαβητικοί ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο τελικού σταδίου να υποβάλλονται σε μεταμόσχευση νεφρού υπό την προϋπόθεση, καταρχήν, ενός στοχευμένου προμεταμοσχευτικού ελέγχου που θα επιλέξει τους κατάλληλους ασθενείς προς μεταμόσχευση και, ακολούθως, της ενδεδειγμένης μετεγχειρητικής φροντίδας που θα περιορίσει τις καρδιαγγειακές και λοιμώδεις επιπλοκές σε αυτήν την ιδιαίτερα ευαίσθητη ομάδα ασθενών.