Αντιεμβολιαστικό κίνημα στην Ελλάδα-πραγματικότητα ή υπόθεση;

258

Απόψεις και θέσεις κατά των εμβολιασμών αναπτύχθησαν από παλιά και η ανάπτυξη ενός αντιεμβολιαστικού κινήματος χρονολογείται από όταν το εμβόλιο για την ευλογιά καθιερώθηκε ως υποχρεωτικό στην Αγγλία.

Οι αντιδράσεις αυτές είχαν ως επιχειρήματα τόσο τις παρενέργειες ενός εμβολίου, του οποίου η παρασκευή εκείνη την περίοδο δεν είχε τις δυνατότητες της σημερινής σύγχρονης τεχνολογίας όσο και την εμφάνιση περιπτώσεων ευλογιάς σε εκείνους που εμβολιάζονταν. Η συζήτηση και οι αντιδράσεις συνεχίστηκαν τον 20ο αιώνα με την είσοδο νέων εμβολίων, όπως και της διφθεριτικής ανατοξίνης και βασίστηκαν στην εμφάνιση υπερευασθησίας απέναντι στον εμβολιασμό, καθώς και σε θανάτους που προκλήθηκαν από μετάδοση τετάνου εξαιτίας του τρόπου παρασκευής, σε μια περίοδο που ο έλεγχος της ασφάλειας των εμβολίων ήταν μακριά του σημερινού.  Ακόμη, αυτές επιτάθηκαν με την ανάπτυξη της φυματίνης  για τη φυματίωση  από αντιδράσεις που εμφανίστηκαν όταν αυτή χορηγούταν σε άτομα που είχαν ήδη φυματίωση, αλλά και από ατυχήματα στην παρασκευή του εμβολίου για την πολυομυελίτιδα (1955) που περιείχαν και ζωντανούς ιούς μαζί με τους εξασθενημένους.

Η ύστερη ανάλυση δεδομένων κόστους/ζημιάς ακόμη και εκείνη την πρώτη περίοδο της εισαγωγής των εμβολιασμών, συνηγορεί συντριπτικά για την ωφέλεια των εμβολιασμών στην προστασία της δημόσιας υγείας και στη μείωση της θνησιμότητας και της αναπηρίας.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, οι αντιτιθέμενες στον εμβολιασμό απόψεις ενεργοποιήθηκαν από θέματα ασφάλειας του τριπλού εμβολιασμού έναντι διφθερίτιδας, τετάνου και κοκκύτη με την εμφάνιση νευρολογικών επιπλοκών σε παιδιά του Λονδίνου.

Το έτος 1998, μια δημοσίευση στο Lancet, ανακοίνωνε πιθανή σχέση μεταξύ νοσήματος εντέρου, αυτισμού και διενέργεια του τριπλού εμβολιασμού έναντι ιλαράς, παρωτίτιδας και ερυθράς.

Αν και η δημοσίευση αυτή αποσύρθηκε το 2010 και αρκετές άλλες δημοσιεύσεις επιβεβαίωναν ότι καμία σχέση μεταξύ των νοσημάτων αυτών και του εμβολιασμού δεν υπάρχει, ωστόσο ακόμα μέχρι σήμερα οι απόψεις αυτές επηρεάζουν τον εμβολιασμό έναντι των νοσημάτων αυτών.

Αρκετή ακόμη συζήτηση γίνεται για τη θειομερσάλη, ένα υδραργυρικό συστατικό που χρησιμοποιήθηκε ως συστατικό σε εμβόλια μεταξύ 1930 και 1999 (αυτή αποσύρθηκε χωρίς απόδειξη ότι ενοχοποιούταν για επιπλοκές),  για το  αλουμίνιο που χρησιμοποιείται ως ανοσοενισχυτικό αλλά και για τον εμβολιασμό έναντι της γρίπης κι έναντι του ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV).

Το κείμενο αυτό δεν έχει σκοπό να παρουσιάσει την τεκμηρίωση που υπάρχει σήμερα για την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια του εμβολιασμού σε παιδιά και ενήλικες ούτε την πλούσια αρθρογραφία.  Αρκείται να υπογραμμίσει τη σημασία  που έχει η εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού στη χώρα μας, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που τη χαρακτηρίζει η οικονομική ύφεση, η φτώχεια, οι δημογραφικές αλλαγές και οι μετακινήσεις ευάλωτων πληθυσμιακών ομάδων.

Παρά τη συζήτηση που γίνεται σήμερα στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο για την παρουσία αντιεμβολιαστικού κινήματος στη χώρα μας, δεν είμαι βέβαιος πόσο υπαρκτό είναι αυτό και σε ποιο βαθμό η διαπιστωμένη διστακτικότητα ή και άρνηση εμβολιασμού από ενήλικες και από γονείς για τον εμβολιασμό των παιδιών τους συνιστά κίνημα ή οργανωμένη και συντονισμένη στη χώρα μας κίνηση. Ο ρόλος των υγειονομικών στη μείωση του φαινομένου αυτού δεν έχει επαρκώς συζητηθεί στη χώρα μας και μελέτες που θα χρησιμοποιούν σύγχρονα θεωρητικά υποδείγματα, όπως αυτό της προσχεδιαζόμενης συμπεριφοράς για την αλλαγή της εμβολιαστικής συμπεριφοράς των ενηλίκων, είναι δυστυχώς περιορισμένη.

Είναι γνωστή η πτωχή εμβολιαστική κάλυψη των ίδιων των υγειονομικών ακόμη και στις υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας (ΠΦΥ). Ακόμα τεχνικές κινητοποίησης για αλλαγή της συμπεριφοράς δε διδάσκονται τόσο στην προπτυχιακή ιατρική εκπαίδευση όσο και στη διάρκεια της ειδίκευσης, όχι μόνο για τη διενέργεια εμβολιασμών, αλλά γενικότερα για την υιοθέτηση ενός τρόπου ζωής που θα μειώνει την πιθανότητα ενός χρόνιου νοσήματος. Είναι γνωστή, ακόμα, η μεγάλη σημασία που δίνεται στη διάρκεια της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης στο φάρμακο και η μικρή σημασία που δίνεται στην πρόληψη. Τέλος, η υιοθέτηση κινήτρων στους επαγγελματίες υγείας για την αλλαγή της συμπεριφοράς των επισκεπτών τους με τη μορφή ενός συμβολαίου που θα την αξιολογεί και κινητοποιεί, δεν έχει ακόμα συζητηθεί στη χώρα μας σε μια περίοδο που όλοι υπογραμμίζουν τη σημασία της ΠΦΥ και της πρόληψης.

Συνοψίζοντας, το αντιεμβολιαστικό κίνημα δεν είναι καινούργιο παγκοσμίως, έχει στα επιχειρήματα του ατυχή επεισόδια, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που η τεχνολογία και ο έλεγχος της ασφάλειας των εμβολίων δεν ήταν υψηλός, τροφοδοτείται ακόμη μέχρι σήμερα από δηλώσεις που γενικεύουν βιαστικές αναφορές μεμονωμένων περιπτώσεων επιπλοκών, αλλά εκείνο που φαίνεται να τροφοδοτεί κυρίως τη διστακτικότητα ή και την άρνηση είναι η απουσία ενός στρατηγικού και εθνικού σχεδιασμού πρόληψης με εκπαιδευμένους επαγγελματίες υγείας, που ως ομάδα θα κινητοποιούν την αλλαγή της συμπεριφοράς.