Tρόφιμα που κάνουν καλό στο Διαβήτη μας!

3430

Υπάρχουν πολλά τρόφιμα που μας κάνουν καλό. Υπάρχουν, όμως, κάποια που είναι ιδιαίτερα ευεργετικά για την καρδιαγγειακή μας υγεία προσφέροντας ιδιαίτερη προστασία στον οργανισμό μας και συμβάλλουν στην καλύτερη ρύθμιση του διαβήτη μας.

Ψάρι δύο φορές την εβδομάδα

Το ψάρι αποτελεί μια πολύτιμη και απαραίτητη διατροφική επιλογή, για μικρούς και μεγάλους. Είτε πρόκειται για άπαχα ψάρια (πέρκα, γλώσσα, μπακαλιάρος, λαβράκι) είτε για λιπαρά ψάρια (σαρδέλες, τόνος, σολομός, σκουμπρί, τσιπούρα, ξιφίας, πέστροφα), ως τροφή αποτελούν εξαιρετική πηγή πρωτεϊνών υψηλής βιολογικής αξίας, βιταμινών και μεταλλικών στοιχείων.

Ειδικότερα, τα «λιπαρά ψάρια» αποτελούν μαζί με τα θαλασσινά, την κυριότερη και πλουσιότερη ζωική διατροφική πηγή των πολύτιμων ωμέγα-3 λιπαρών οξέων EPA και DHA,  ενώ από τις φυτικές τροφές ο λιναρόσπορος, το λινέλαιο, η σόγια, τα πράσινα λαχανικά και τα καρύδια είναι οι κυριότερες πηγές τους. Τα ωμέγα 3 λιπαρά οξέα έχουν συνδεθεί με την προστασία της καρδιάς και τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου, μέσα από τη ρύθμιση των επιπέδων των τριγλυκεριδίων, με την πρόληψη μορφών καρκίνου, την αντιμετώπιση της άνοιας, κάποια ρευματικά νοσήματα, ακόμα και βελτίωση της εγκεφαλικής και γνωστικής δραστηριότητας (ικανότητα συγκέντρωσης, μνήμης, επεξεργασία πληροφοριών).  Η σύσταση είναι για κατανάλωση 1-2 φορές την εβδομάδα.

Ελαιόλαδο και ξηροί καρποί

Στοιχεία από μεγάλες επιδημιολογικές μελέτες στην Ισπανία και την Ιταλία, αλλά και συνολικά το μεσογειακό χώρο, δείχνουν ότι η πρόσληψη ελαιόλαδου συνδέεται αντιστρόφως ανάλογα με τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Η τακτική κατανάλωση ελαιόλαδου συνδέεται με χαμηλότερο κίνδυνο θνησιμότητας, μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου. Φαίνεται ότι οι πολυφαινόλες του ελαιόλαδου προσφέρουν καρδιαγγειακά οφέλη, λόγω της ρύθμισης των λιπιδίων και της αντι-φλεγμονώδους και αντιαθηρογόνου δράσης του. Η μεγαλύτερη κατανάλωση εξαιρετικά παρθένου ελαιόλαδου σε συνδυασμό με ξηρούς καρπούς, συνδέεται με μειωμένη καρδιαγγειακή νόσο και με μειωμένο κίνδυνο θνησιμότητας σε έναν ηλικιωμένο πληθυσμό της Μεσογείου με υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Τα χόρτα στη διατροφή μας

Τα χόρτα αποτελούν εξαιρετική πηγή φυτικών ινών, που συμβάλλουν στη ρύθμιση της χοληστερίνης και της αρτηριακής πίεσης, στη ρύθμιση των επιπέδων του σακχάρου του αίματος και περιορίζουν το αίσθημα της όρεξης, αυξάνοντας τον κορεσμό. Είναι φτωχά σε θερμίδες και πλούσια σε νερό και αποτελούν καλό σύμμαχο στη ρύθμιση του σωματικού βάρους. Έχουν υψηλές συγκεντρώσεις αντιοξειδωτικών συστατικών (φλαβονοειδών, πολυφαινολών, καροτενοειδών) που θωρακίζουν τον οργανισμό από την επιβαρυντική επίδραση των ελευθέρων ριζών και την καταστροφή και γήρανση των κυττάρων. Τα χόρτα, επίσης, αποτελούν καλές πηγές φυλλικού οξέος, που παίζει σημαντικό ρόλο στη μείωση του κινδύνου  καρδιαγγειακών παθήσεων. Επίσης, κάποια χόρτα, όπως π.χ. το σταμναγκάθι, είναι πλούσια σε ω-3 λιπαρά οξέα και ειδικότερα σε α-λινολενικό οξύ.

Προβιοτικά και Πρεβιοτικά στο Σακχαρώδη Διαβήτη

Τα προβιοτικά και τα πρεβιοτικά είναι ευεργετικά συστατικά της διατροφής μας που συμβάλλουν στην καλύτερη εντερική λειτουργία αλλά και στην καλύτερη ρύθμιση του βάρους και των επιπέδων γλυκόζης. Τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερο ενδιαφέρον αρχίζει να παρουσιάζει η σχέση ανάμεσα στην εντερική μικροχλωρίδα και μεταβολικά νοσήματα, όπως η παχυσαρκία και ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2. Επίσης, δεδομένης της έντονης σχέσης ανάμεσα στα νοσήματα αυτά και γνωρίζοντας ότι η παχυσαρκία αποτελεί κύριο παράγοντα κινδύνου εμφάνισης του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, αλλά και καρδιαγγειακών νοσημάτων, κάποιων μορφών καρκίνου, η διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στο βάρος, τα επίπεδα γλυκόζης και της εντερικής χλωρίδας καθίσταται ολοένα και πιο χρήσιμη αλλά και ενδιαφέρουσα. Σύμφωνα με πολλές μελέτες οι πρεβιοτικές ίνες συμβάλλουν: 1) στην αύξηση του κορεσμού, 2) παίζουν καθοριστικό ρόλο στη μείωση του σωματικού βάρους και του σωματικού λίπους, 3) παίζουν σημαντικό ρόλο στη μείωση των επιπέδων φλεγμονής, 4) μειώνουν τα μεταγευματικά επίπεδα γλυκόζης και ινσουλίνης, 5) δε φαίνεται να σχετίζονται με τα επίπεδα γλυκόζης και ινσουλίνης νηστείας ή τα επίπεδα της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης HbA1c.