Ενδοκρινικές παθήσεις σε ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη

194

Ο Σακχαρώδης Διαβήτης (ΣΔ) εξελίσσεται σε σύγχρονη επιδημία και τα άτομα με ΣΔ παγκοσμίως ξεπερνούν τα 350.000.000. Η εμφάνιση της νόσου γίνεται σε μικρότερες ηλικίες, τόσο στο Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 1 (ΣΔ1), όσο και στο Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 (ΣΔ2). Εκτός από τις κλασσικές επιπλοκές της νόσου, υπάρχουν και κάποιες άλλες παθήσεις που εμφανίζονται με αυξημένη συχνότητα στους διαβητικούς ασθενείς. Μία σημαντική κατηγορία παθήσεων που προσβάλουν κυρίως γυναίκες είναι οι ενδοκρινικές παθήσεις, όπως οι παθήσεις θυρεοειδούς και η οστεοπόρωση.

Παθήσεις Θυρεοειδούς

Ο θυρεοειδής αδένας ρυθμίζει τις περισσότερες φυσιολογικές λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού μέσω των ορμονών που συνθέτει και απελευθερώνει στην κυκλοφορία. Οι πιο σημαντικές λειτουργικές διαταραχές του θυρεοειδούς, υπερθυρεοειδισμός (υπερλειτουργία) και υποθυρεοειδισμός (υπολειτουργία) εμφανίζονται συχνότερα σε ασθενείς με ΣΔ, κυρίως ΣΔ1. Η αιτία είναι μια κοινή παθογενετική διαταραχή που οδηγεί σε εκτροπή του ανοσοποιητικού συστήματος και εμφάνιση αυτοάνοσων παθήσεων όπως ο ΣΔ1 και η θυρεοειδίτιδα Hashimoto που καταλήγει συνήθως σε υποθυρεοειδισμό ή η νόσος Graves’ που προκαλεί υπερθυρεοειδισμό. Σύμφωνα με τις νεότερες οδηγίες οι ασθενείς με ΣΔ, κυρίως γυναίκες ηλικίας > 40 ετών, πρέπει να υποβάλονται σε περιοδικούς ελέγχους της θυρεοειδικής λειτουργίας, ιδίως όταν εμφανίζουν διαταραχές στη γλυκαιμική ρύθμιση. Δυστυχώς η αρνητική επίδραση της θυρεοειδικής δυσλειτουργίας στη ρύθμιση του σακχάρου, προηγείται συχνά της εμφάνισης των συμπτωμάτων του υποθυρεοειδισμού (αύξηση βάρους, ξηροδερμία, δυσανεξία στο ψύχος, δυσκοιλιότητα, τριχόπτωση, διαταραχές εμμήνου ρύσης στις γυναίκες ή libido στους άνδρες, καταθλιπτική συνδρομή) ή του υπερθυρεοειδισμού (απώλεια βάρους, ταχυαρρυθμίες, τρόμος, τριχόπτωση, μυική αδυναμία, νευρικότητα, άγχος), ενώ δεν υπάρχουν αποτελεσματικές στρατηγικές πρόληψης των παθήσεων του θυρεοειδούς, αφού οι κυριότεροι παράγοντες κινδύνου είναι η κληρονομικότητα και το στρες. Ωστόσο, η διάγνωση είναι εύκολη με απλές αιματολογικές εξετάσεις, ενώ μετά τη διάγνωση η αντιμετώπιση είναι αποτελεσματική και οδηγεί σε αποκατάσταση της ευθυρεοειδικής κατάστασης.

Οστεοπόρωση

Οστεοπόρωση είναι η πάθηση που χαρακτηρίζεται από διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής των οστών και αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων. Παράγοντες κινδύνου για οστεοπόρωση αποτελούν:

Το οικογενειακό ιστορικό

Το χαμηλό σωματικό βάρος

Η εμμηνόπαυση στις γυναίκες

Η χρήση κάποιων φαρμάκων, όπως η κορτιζόνη

Η κακή διατροφή, ελλειπής σε ασβέστιο (γαλακτοκομικά)

Η απουσία άσκησης- φυσικής δραστηριότητας

Το κάπνισμα-Το αλκοόλ

O ΣΔ 1 συνδέεται με χαμηλή οστική πυκνότητα και η αιτία, μάλλον βρίσκεται στην ηλικία εκδήλωσης της νόσου που συμπίπτει με την ηλικία αύξησης της οστικής μάζας ώστε να διαμορφωθεί ο σκελετός. Η ηλικία που ο σκελετός αποκτά τη μέγιστη οστική μάζα είναι τα 30 περίπου έτη και μειωμένη οστική μάζα σε αυτή την ηλικία οδηγεί σε αυξημένο κίνδυνο οστεοπόρωσης στο μέλλον. Άλλες παθήσεις που συνοδεύουν το ΣΔ1, όπως η κοιλιοκάκη (δυσαπορόφηση ασβεστίου-βιταμίνης D), επιπλοκές όπως η αμφιβληστροειδοπάθεια και η έκπτωση της όρασης αλλά και οι υπογλυκαιμίες αυξάνουν τον κίνδυνο οστεοπόρωσης και καταγμάτων από πτώσεις. Στο ΣΔ2 η σχέση είναι περισσότερο σύνθετη. Αν και λόγω παχυσαρκίας αρκετοί ασθενείς εμφανίζουν φυσιολογική ή και αυξημένη οστική μάζα, έχει διαπιστωθεί ταυτόχρονα και αυξημένος κίνδυνος καταγμάτων, ενδεχομένως λόγω κακής οστικής ποιότητας ή και αυξημένου κινδύνου πτώσεων λόγω των διαβητικών επιπλοκών (αμφιβληστροειδοπάθεια, νευροπάθεια).  Σε αντίθεση με τις διαταραχές του θυρεοειδή, η οστεοπόρωση είναι μία νόσος που μπορεί να προληφθεί. Η στρατηγική πρόληψης είναι ίδια σε ασθενείς με ΣΔ όπως και στο γενικό πληθυσμό και περιλαμβάνει σωστή διατροφή, πλούσια σε βιταμίνη D και ασβέστιο αλλά και επαρκή έκθεση στον ήλιο (σύνθεση βιταμίνης D) από νεαρή ηλικία και σε όλη τη διάρκεια της ζωής, αυξημένη φυσική δραστηριότητα που συντελεί σε ενδυνάμωση της μυικής και οστικής μάζας αλλά και αποφυγή καπνίσματος ή υπερκατανάλωσης αλκοόλ. Αν τα προληπτικά μέτρα αποτύχουν η διάγνωση της οστεοπόρωσης είναι δυνατή με απλές εξετάσεις που ο θεράπων ιατρός θα ζητήσει, ενώ οι σύγχρονες θεραπείες είναι αποτελεσματικές για τη σταθεροποίηση της νόσου και την πρόληψη των καταγμάτων.