«Ο κλάδος μας αντιμετωπίζεται ως αντίπαλος από το Υπουργείο Υγείας»

126

Καμπανάκι κινδύνου για το δυσοίωνο πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια εις βάρος του φαρμακευτικού κλάδου από την πολιτική ηγεσία, κρούει στη συνέντευξή του στο περιοδικό «Στα Χρώματα του Διαβήτη», ο πρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ), κος Ολύμπιος Παπαδημητρίου. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΦΕΕ, οι υποχρεωτικές επιστροφές το 2019 αναμένεται να ξεπεράσουν το 40% των πωλήσεων των αποζημιούμενων φαρμάκων, αποθαρρύνοντας οποιαδήποτε σκέψη επένδυσης και απειλώντας τη βιωσιμότητα των εταιρειών. Την ίδια ώρα, κινδυνεύει και η πρόσβαση των ασθενών στις θεραπείες, καθώς όχι μόνο δεν ενθαρρύνεται η έλευση νέων φαρμάκων, αλλά αυξάνονται οι πιθανότητες απόσυρσης  υπαρχουσών θεραπειών. 

Ως διευθυντής της Novo Nordisk, μιας φαρμακευτικής με ηγετική θέση στη διαχείριση του διαβήτη, ο κ. Παπαδημητρίου μας μεταφέρει και ορισμένες αισιόδοξες ειδήσεις: Αναφέρεται στο μέλλον της θεραπευτικής του ΣΔ που προδιαγράφεται λαμπρό, με θεραπείες που μειώνουν τις υπογλυκαιμίες και τις επιπλοκές και χαρίζουν περισσότερα και ποιοτικότερα χρόνια ζωής στα άτομα με διαβήτη.

 

Πόσο δυσοίωνες είναι οι προβλέψεις για τον φαρμακευτικό κλάδο για την τρέχουσα, αλλά και για την επόμενη χρονιά;

Η τρέχουσα χρονιά είναι η πρώτη κατά την οποία η χώρα βρίσκεται επίσημα έξω από την μνημονιακή επιτήρηση. Ωστόσο, για τον κλάδο μας δεν αλλάζει απολύτως τίποτα προς το καλύτερο. Αντίθετα, η αντιμετώπισή μας από την Κυβέρνηση γίνεται ολοένα και χειρότερη. Οι υποχρεωτικές επιστροφές αναμένεται να ξεπεράσουν το 2019 το 40% των πωλήσεων των αποζημιούμενων φαρμάκων. Η δαπάνη του ΕΟΠΥΥ μένει για τέταρτη χρονιά σταθερή, ενώ η δημογραφική εικόνα της χώρας και η συνεχώς αυξανόμενη νοσηρότητα στοιχειοθετούν δύο προφανείς λόγους, για τους οποίους θα έπρεπε να αυξάνεται σε ετήσια βάση.

Δεν έχουν μπει στη χώρα νέα φάρμακα τον τελευταίο χρόνο και αυτά που ανακοινώθηκε πολύ πρόσφατα ότι θα μπουν στην αποζημίωση, είναι περισσότερο γενόσημα και βιοομοειδή και λιγότερο νέες δραστικές ουσίες. Οι επενδύσεις κάθε είδους από τις φαρμακευτικές εταιρείες αποθαρρύνονται πλήρως. Νομίζω, ο όρος «δυσοίωνες προβλέψεις» είναι επιεικής. Με ένα τέτοιο σκηνικό, οι προσδοκίες για την επόμενη χρονιά δεν είναι καθόλου θετικές, όσο ο κλάδος μας αντιμετωπίζεται ως αντίπαλος και όχι ως συνεργάτης του Υπουργείου Υγείας.

Βγήκαμε από τα μνημόνια αλλά όχι από την κρίση, δηλώσατε πρόσφατα. Μιλήστε μας για τη συνέχιση των μέτρων που απειλούν τη βιωσιμότητα των φαρμακευτικών εταιρειών.

Ο μηχανισμός του clawback έχει ακινητοποιήσει πλήρως τους μηχανισμούς του Υπουργείου Υγείας να ελέγξουν τη ζήτηση για φάρμακα και υπηρεσίες υγείας. Ουσιαστικά παρέχονται στους πάντες τα πάντα χωρίς αίσθηση του μέτρου, αφού το κράτος δεν καταβάλλει ούτε ένα ευρώ επιπλέον για οποιαδήποτε επιπρόσθετη παροχή.

Ένας μηχανισμός που επιβλήθηκε από την Τρόικα ως δικλείδα ασφαλείας για την τήρηση των προϋπολογισμών για την υγεία, έχει μετατραπεί από τους κυβερνήτες της χώρας σε εργαλείο άσκησης πολιτικής υγείας: Το κράτος θα κάνει παροχές και θα τις πληρώνει ο ιδιωτικός τομέας. Μόνο που αυτή η μέθοδος έχει περιορισμένη διάρκεια ζωής. Πρώτα για τις εταιρείες του ιδιωτικού τομέα που αν συνεχιστεί αυτό θα καταρρέουν η μια μετά την άλλη και μετά για το σύστημα υγείας που χωρίς τους παρόχους θα παρέχει ελλιπείς υπηρεσίες στους πολίτες.

Αλλά όταν με κάθε αφορμή δαιμονοποιείται ο κλάδος του φαρμάκου, γίνεται δύσκολο ίσως και αδύνατο στους πολίτες να δουν την προστιθέμενη αξία που φέρνει στην υγεία, στους ίδιους και στην κοινωνία  και φυσικά στην οικονομία.

Σε επιστολή σας στον υπουργό υγείας είχατε αναφερθεί και στην ανακατανομή του clawback, η οποία “τιμωρεί” την ανάπτυξη!

Τα τελευταία χρόνια έχουμε ένα συνεχώς αυξανόμενο clawback, τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και ως ποσοστό επί των συνολικών πωλήσεων των φαρμάκων που αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ. Τα τελευταία χρόνια, αντί η πολιτεία να κάνει ουσιαστικές κινήσεις για τη μείωση ή έστω για τη συγκράτηση του clawback, αφενός ενίσχυσε την πολιτική παροχών, αφετέρου ξεκίνησε μια συζήτηση για έναν «πιο δίκαιο», λέει, τρόπο κατανομής του clawback μεταξύ των φαρμακευτικών εταιρειών.

Υπηρετώντας αυτή τη λογική, θέσπισε ένα μέρος του clawback να επιμερίζεται μόνο στις εταιρείες που εμφανίζουν ανάπτυξη πωλήσεων. Η προσέγγιση αυτή είναι παντελώς λανθασμένη. Κατ’ αρχήν, οι εταιρείες και τα προϊόντα που αναπτύσσονται επιστρέφουν ούτως ή άλλως μεγαλύτερα ποσά στο κράτος, αφού με αυτή την αρχή είναι δομημένο το σύστημα υποχρεωτικών επιστροφών. Από την άλλη πλευρά, η πολιτεία ουδέποτε ασχολήθηκε με τις αιτίες που προκαλούν την ανάπτυξη πωλήσεων των φαρμακευτικών προϊόντων. Είναι λόγω καλού marketing ή μήπως λόγω αύξησης του πληθυσμού ασθενών σε συγκεκριμένα νοσήματα ή ακόμη και λόγω καινοτομίας κάποιων νέων προϊόντων που υπερτερούν σαφώς κάποιων αντίστοιχων παλαιοτέρων; Γιατί πρέπει η «ανάπτυξη» και μόνο, ανεξάρτητα του γιατί συμβαίνει να καλείται να πληρώσει ακόμη περισσότερα; Αυτό δεν είναι τιμωρητική προσέγγιση της φαρμακευτικής καινοτομίας και του επιχειρείν τελικά;

Τι κίνδυνοι ελλοχεύουν για τους ασθενείς;

Είναι προφανές, ότι η συνεχώς αυξανόμενη οικονομική πίεση που ασκείται στις φαρμακευτικές εταιρείες μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών –έφτασαν το 40% των πωλήσεών τους το 2018– θα έχει αντίκτυπο και στο σύστημα υγείας και στους ασθενείς. Τα νέα φάρμακα θα σταματήσουν να έρχονται ή θα έρχονται με μεγάλη καθυστέρηση, ενώ αρκετά από τα υπάρχοντα φάρμακα θα κινδυνεύσουν να αποσυρθούν από την αγορά. Είναι (αρνητικά) εντυπωσιακό η φαρμακοβιομηχανία να αντιμετωπίζεται από την κυβέρνηση ως αντίπαλος και όχι ως ένας εταίρος που είναι απαραίτητος για την ομαλή λειτουργία του συστήματος υγείας.

Θα μπορούσαν οι κλινικές μελέτες να σύρουν το άρμα της ανάπτυξης; Ποια είναι τα κυριότερα εμπόδια σε αυτό; 

Η δραστηριότητα της κλινικής έρευνας είναι μια από τις ουσιαστικότερες επενδύσεις της φαρμακοβιομηχανίας. Ειδικά για τη χώρα μας, είναι η πιο «εύκολη» επένδυση που μπορούμε να προσελκύσουμε στο χώρο του φαρμάκου, αφού έχουμε ικανό επιστημονικό δυναμικό και ανταγωνιστικό κόστος υλοποίησης σε σχέση με άλλες χώρες. Τα εμπόδια που μπαίνουν στο δρόμο μας είναι οι, σε πολλές περιπτώσεις, προβληματικές υγειονομικές δομές και η γραφειοκρατία. Από εκεί και πέρα όμως, μια χώρα που φέρεται «εχθρικά» στις φαρμακευτικές εταιρείες και στα νέα φάρμακα, δεν μπορεί να έχει μεγάλες προσδοκίες.

Τελευταία, έχει ξεκινήσει μια συζήτηση που φαίνεται να υποστηρίζεται από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της χώρας για την παροχή κινήτρων για αύξηση της δραστηριότητας αυτής. Ο πιο πρόσφορος τρόπος φαίνεται να είναι η εισαγωγή ενός νομοθετικού πλαισίου που θα προβλέπει τον «συμψηφισμό» των συνολικών επενδύσεων μιας φαρμακευτικής εταιρείας σε κλινικές μελέτες, ή μέρους αυτών,  με το clawback που της καταλογίζεται. Σίγουρα είναι μια προσέγγιση που θα έχει πολύ θετικά αποτελέσματα και θα τονώσει την επενδυτική δραστηριότητα στη χώρα, θα στηρίξει θέσεις εργασίας και θα φέρει πιο κοντά τα νέα φάρμακα στην Ελλάδα.

Πόσες κλινικές μελέτες γίνονται στην Ελλάδα; Πόσες θα μπορούσαν να γίνονται και τι οικονομικό αντίκτυπο θα είχαν στη χώρα;

Με βάση πρόσφατα στοιχεία, η δραστηριότητα των κλινικών μελετών ετησίως στη χώρα μας κυμαίνεται τελευταία περί τα 40 εκατ. ευρώ. Είναι μειωμένη σε σχέση με παλαιότερα έτη. Το δυναμικό είναι τεράστιο, σκεφτείτε ότι μια χώρα όπως το Βέλγιο προσελκύει σχετικές επενδύσεις άνω του 1 δις ευρώ, ετησίως.

Με τα κατάλληλα κίνητρα, πιστεύω ότι σε ορίζοντα διετίας θα μπορούσαμε να ξεπεράσουμε τα 100 εκατ. ευρώ στην Ελλάδα και να συνεχίσουμε εξίσου δυναμικά τα επόμενα χρόνια.

Πόσες κλινικές μελέτες κάνει η Novo Nordisk στην Ελλάδα και τι οφέλη αποκομίζουν τα άτομα με διαβήτη που συμμετέχουν;

H Novo Nordisk υλοποιεί τα τελευταία χρόνια ένα προοδευτικά αυξανόμενο πρόγραμμα κλινικών μελετών στην Ελλάδα, κυρίως στο χώρο του Σακχαρώδη Διαβήτη αλλά και στους χώρους της αιμορροφιλίας και της παχυσαρκίας.

Επίσης, εξετάζουμε την περίπτωση επέκτασης και σε άλλες θεραπευτικές περιοχές, αλλά αυτό εξαρτάται όχι μόνο από την μητρική εταιρεία αλλά και από τα κίνητρα που δίνει ή θα δώσει η ελληνική πολιτεία για την υποστήριξη αυτών των δραστηριοτήτων.

Σε κάθε περίπτωση είμαστε περήφανοι που στην πενταετία 2014-2018 η Novo Nordisk έχει επενδύσει συνολικά 6,9 εκατ. ευρώ σε κλινικές μελέτες, έχοντας ολοκληρώσει 17 σχετικά project. Στην επένδυση αυτή συμπεριλαμβάνεται και διψήφιος αριθμός θέσεων εργασίας που απασχολούνται άμεσα από την εταιρεία για τις δραστηριότητες αυτές.

Όσον αφορά στα οφέλη που αποκομίζουν οι ασθενείς από τη συμμετοχή τους στις κλινικές μελέτες, χαρακτηριστικά να αναφέρω ότι διεθνή στοιχεία που έχουμε συλλέξει δείχνουν ότι η κλινική έρευνα μπορεί να βελτιώσει τη δυνατότητα αυτοδιαχείρισης της κατάστασης των ασθενών, οδηγώντας σε συνολικές βελτιώσεις της υγείας και οφέλη που εκτείνονται πέραν της διάρκειας της μελέτης. Το 74% των επαγγελματιών υγείας συμφώνησαν ότι τα οφέλη από τη συμμετοχή για τους ασθενείς εκτείνονται πέραν της διάρκειας της κλινικής μελέτης, ενώ το 71% των ασθενών ανέφερε βελτιωμένες διατροφικές συνήθειες ως αποτέλεσμα της συμμετοχής στη μελέτη.

Πώς έχει αλλάξει το τοπίο στη θεραπεία των ατόμων με διαβήτη τα τελευταία χρόνια σε σχέση με το παρελθόν;

Οι εξελίξεις στο χώρο του σακχαρώδους διαβήτη είναι ραγδαίες. Υπάρχουν πλέον προϊόντα που έχουν πολύ μικρότερο κίνδυνο υπογλυκαιμίας σε σχέση με το παρελθόν, πιο ασφαλείς και προβλέψιμες στη δράση τους ινσουλίνες που καλύπτουν πλήρως το 24ωρο στο 100% των ασθενών ή μιμούνται πολύ καλύτερα την ενδογενή έκκριση ινσουλίνης, προϊόντα που πέρα από τον έλεγχο του σακχάρου συμβάλλουν στην απώλεια σωματικού βάρους, αλλά και στην προστασία της καρδιάς. Επίσης, τα συστήματα χορήγησης (τα στυλό όπως τα λέμε) των ενέσιμων θεραπειών έχουν βελτιωθεί σημαντικά και έγιναν πιο εύχρηστα και απλά στη χρήση τους. Ακόμη, υπάρχει ραγδαία πρόοδος στην κατασκευή του λεγόμενου «τεχνητού παγκρέατος», δηλαδή ενός συστήματος που περιλαμβάνει αντλία συνεχούς έγχυσης ινσουλίνης και σύστημα συνεχούς μέτρησης του σακχάρου, τα οποία επικοινωνούν μεταξύ τους και εξασφαλίζουν ευγλυκαιμικά επίπεδα σακχάρου στο αίμα του ασθενούς.

Θεωρώ πως η φαρμακευτική καινοτομία έχει βελτιώσει και θα συνεχίσει να βελτιώνει με αλματώδη ρυθμό την καθημερινότητα των ατόμων με διαβήτη, αλλά και τις θεραπευτικές εκβάσεις τους, ώστε να ζουν όσο και οι μη διαβητικοί και με όσο γίνεται λιγότερες επιπλοκές. Προϋπόθεση για αυτό αποτελεί βέβαια να έχουν τη δυνατότητα τα νέα καινοτόμα προϊόντα να έρθουν στην Ελλάδα με την κατάλληλη αποζημιωτική κάλυψη από την Πολιτεία, ώστε να επωφεληθούν από αυτά οι πληθυσμοί ασθενών που τα χρειάζονται.

Τι νέο έρχεται στο διαβήτη από τη Novo Nordisk;

Η Novo Nordisk έχει μια μακρά παράδοση στις ενέσιμες θεραπείες για το διαβήτη που κατά κανόνα έχουν και την υψηλότερη αποτελεσματικότητα. Έτσι λοιπόν, πέρα από μια νέα γενιά προϊόντων ινσουλίνης, τα περισσότερα από τα οποία έχουμε ήδη φέρει στην Ελλάδα, έχουμε ένα σημαντικό προϊόν στον τομέα των αγωνιστών GLP-1, το οποίο προσπαθούμε να διαθέσουμε το συντομότερο δυνατό στην Ελλάδα.  Ένα ενέσιμο προϊόν με λήψη μια φορά την εβδομάδα, με σημαντική βελτίωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, με σημαντική απώλεια βάρους στη συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών και με καρδιοπροστατευτική δράση.

Και η ακόμη μεγαλύτερη καινοτομία ελπίζουμε να ακολουθήσει σε 2-3 χρόνια με την έλευση της ίδιας ουσίας, αλλά σε χορήγηση από το στόμα. Δηλαδή, θα πετύχουμε σε γενικές γραμμές τα ίδια οφέλη με το ενέσιμο προϊόν αλλά με χορήγηση από το στόμα.

Να διευκρινίσω, βέβαια, ότι τα παραπάνω προϊόντα απευθύνονται μόνο στα άτομα με διαβήτη τύπου 2.

 

* Η συνέντευξη παραχωρήθηκε την 1η Ιουλίου 2019.