Σακχαρώδης διαβήτης και αλλεργία: Υπάρχουν ή όχι κοινά χαρακτηριστικά;

185

Και οι δύο παθήσεις εμφανίζουν αυξημένη επίπτωση στον γενικό πληθυσμό στις ημέρες μας με αποτέλεσμα, η μεν πρώτη να χαρακτηρίζεται συχνά ως «σύγχρονη καλπάζουσα επιδημία» και η δεύτερη ως «η επιδημία του 20ου  προς 21ου αιώνα».

Υπάρχει σαφής γενετική προδιάθεση για την εμφάνιση και του διαβήτη και της αλλεργίας, όμως για την κλινική εκδήλωση της νόσου σημαντικός είναι ο ρόλος περιβαλλοντικών παραγόντων, ορισμένοι από τους οποίους είναι κοινοί και για τις δύο νόσους.  Για παράδειγμα, η αλλαγή στις  διατροφικές μας συνήθειες (εγκατάλειψη της Μεσογειακής διατροφής), η έλλειψη σωματικής άσκησης, η παχυσαρκία, το ορμονικό περιβάλλον της κύησης, φαίνεται ότι συμβάλλουν στην ανάπτυξη και των δύο νοσημάτων, ενώ ο μητρικός θηλασμός έχει προστατευτική επίδραση. Τέλος, στην παθογένεια και των 2 νοσημάτων μετέχει το ανοσολογικό σύστημα σε υψηλό ποσοστό αφού:

1. οι πραγματικά αλλεργικές αντιδράσεις συνιστούν απόκλιση ή εκτροπή της
φυσιολογικής απάντησης του αμυντικού μας συστήματος (του ανοσοποιητικού)

2. στον διαβήτη ανιχνεύονται αυτοαντισώματα σε υψηλό ποσοστό (από 60 – 80%),
τόσο στον τύπου 1 ή ινσουλινοεξαρτώμενο, όσο και στον όψιμο αυτοάνοσο διαβήτη των ενηλίκων.

Συσχέτιση  Σακχαρώδους διαβήτη και αλλεργίας:  Σχετίζονται μεταξύ τους ή μήπως η παρουσία της μιας νόσου αποκλείει την πιθανότητα εμφάνισης της άλλης;

Μολονότι υπάρχουν δημοσιευμένες μελέτες , που υποστηρίζουν ότι η παρουσία του σακχαρώδους διαβήτη  προστατεύει από την εμφάνιση των ατοπικού τύπου αλλεργιών (δηλ  την αλλεργική ρινοεπιπεφυκίτιδα, ατοπική δερματίτιδα και άσθμα), σημαντικός αριθμός μελετών από αξιόπιστα αλλεργιολογικά κέντρα δίνει αντικρουόμενα αποτελέσματα, γεγονός που υποδηλώνει ότι ίσως πρόκειται για απλή συνύπαρξη δύο πολύ συχνών νοσημάτων.

 

Τύποι αλλεργίας  στις οποίες είναι  πιο  ευάλωτος ο διαβητικός ασθενής και η πρόληψή τους.

Αφού οι πιο συχνές αλλεργικές παθήσεις (οι ατοπικές) δεν φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη επίπτωση στον διαβητικό ασθενή από ότι στον γενικό πληθυσμό, εύλογο θα ήταν το ερώτημα αν υπάρχει κάποια άλλη μορφή αλλεργίας από την οποία θα έπρεπε να τον προστατεύσουμε, ώστε να μη επιβαρυνθεί η γενική του κατάσταση.

Η φαρμακευτική αλλεργία και τρόποι πρόληψής της είναι ένας τομέας που θα έπρεπε να έχει πάντοτε υπ’ όψιν τόσο ο πάσχων διαβητικός όσο και ο θεράπων ιατρός του.

Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι δεν γεννιέται κανένας αλλεργικός σε φάρμακο ή άλλη ξένη ουσία. Γίνεται αλλεργικός με επαναλαμβανόμενη χρήση του φαρμάκου. Όσο περισσότερες φορές παίρνουμε  μια φαρμακευτική ουσία (αντιφλεγμονώδες , αντιβιοτικό  κ.λ.π.) τόσο αυξάνουμε την πιθανότητα ευαισθητοποίησης και μελλοντικής αντίδρασης. Επομένως  όχι στην άσκοπη χρήση αντιβιοτικών, αντιφλεγμονωδών και λοιπών φαρμάκων  – ακόμη και τοπικών (κολλυρίων, κρεμών, αλοιφών  κλπ) –  χωρίς την έγκριση του υπεύθυνου για το σάκχαρο ιατρού. Το φάρμακο του γείτονα, του κουμπάρου ή του ξάδελφου είναι δυνατόν να αποδειχθεί φαρμάκι για σένα.