Διαβήτης τύπου 2 – Oι νέες κατευθυντήριες οδηγίες στη θεραπεία

182

Τον Ιούνιο του 2018, στο Ορλάντο των ΗΠΑ, στο πλαίσιο του Αμερικάνικου Διαβητολογικού Συνεδρίου, παρουσιάστηκαν προς διαβούλευση και επεξεργασία από Διεθνείς Διαβητολόγους οι νέες κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικάνικης και της Ευρωπαϊκής Διαβητολογικής Εταιρείας για τη θεραπεία των ατόμων με διαβήτη τύπου 2.

Στόχος των οδηγιών είναι να κατευθύνουν τις ολοένα και πιο πολύπλοκες επιλογές για τη διαχείριση της υπεργλυκαιμίας στο ΣΔτ2, παρέχοντας καλές πρακτικές συμβουλές στους γιατρούς πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Αρχικά, τονίζεται η εξατομίκευση των στόχων και των θεραπειών. Διαφορετικά διαβητικά άτομα σημαίνουν διαφορετικούς γλυκαιμικούς στόχους και ως εκ τούτου διαφορετική αντιμετώπιση.

Ξεκινούν με τον ίδιο τρόπο, όπως οι παλαιότερες οδηγίες, με αλλαγή του τρόπου ζωής (δίαιτα και άσκηση) και φαρμακευτική αγωγή με μετφορμίνη.
Εκεί όμως που πραγματικά διαφοροποιούνται από τις παλαιότερες οδηγίες είναι στο δεύτερο θεραπευτικό βήμα. Το πρώτο πράγμα που ερευνάται είναι αν το διαβητικό άτομα έχει εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσο (αθηροσκληρωτική καρδιαγγειακή νόσο και καρδιακή ανεπάρκεια) ή όχι. Αν υπάρχει γνωστή καρδιαγγειακή νόσος, τότε πρέπει να γίνει εκτίμηση της νεφρικής λειτουργίας (υπολογισμός του ρυθμού σπειραματικής διήθησης: eGFR).

Η σύσταση είναι να γίνει έναρξη ενός φαρμάκου που μειώνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Aυτά είναι οι αναστολείς SGLT2 (φάρμακα που αυξάνουν την απέκκριση γλυκόζης από τα νεφρά) και ορισμένοι από τους αγωνιστές του υποδοχέα GLP-1 (φάρμακα ενέσιμα που αυξάνουν την έκκριση της ινσουλίνης). Πρέπει ουσιαστικά να αποφασίσει ο θεράπων ιατρός ποιος από τους δύο αυτούς παράγοντες είναι καλύτερος για το εκάστοτε διαβητικό άτομο και να αποφασίσει αναλόγως.

Στα διαβητικά άτομα που κυριαρχεί η καρδιακή ανεπάρκεια προτιμάται ένας αναστολέας SGLT2 με απόδειξη της μείωσης της καρδιακής ανεπάρκειας.

Σαν δεύτερο θεραπευτικό βήμα, ο θεράπων ιατρός μπορεί να επιλέξει ένα φάρμακο από όλες τις υπάρχουσες θεραπευτικές κατηγορίες. Η σύσταση είναι να προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει αντιδιαβητικούς παράγοντες που δεν προκαλούν υπογλυκαιμία ή/και αύξηση του σωματικού βάρους και -αν είναι δυνατόν- ευνοούν τη μείωση της αρτηριακής πίεσης και δεν επηρεάζουν τα λιπίδια. Επιδίωξη είναι τα άτομα με ΣΔτ2 να επιτύχουν τους στόχους τους χωρίς αυτές τις παρενέργειες.
Σύμφωνα με τις νέες οδηγίες, οι σουλφονυλουρίες χρησιμοποιούνται σε άτομα με ΣΔτ2 που δεν διατρέχουν κίνδυνο υπογλυκαιμίας ή αύξηση του βάρους τους. Σαφώς, οι συγγραφείς αυτών των νέων κατευθυντήριων γραμμών υποδηλώνουν ότι οι σουλφονυλουρίες δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως επιλογή πρώτης ή δεύτερης γραμμής στα διαβητικά άτομα με γνωστή καρδιαγγειακή νόσο και διαβήτη τύπου 2.

Το επόμενο θεραπευτικό βήμα πραγματοποιείται μέσω των συνδυασμών θεραπευτικών κατηγοριών, αλλά υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά ως προς τη χρήση ενέσιμης θεραπείας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, συστήνεται ως πρώτη ενέσιμη θεραπεία ένας αγωνιστής του υποδοχέα GLP-1 και όχι η ινσουλίνη.

Bέβαια, θα υπάρχουν και ασθενείς που θα μοιάζουν περισσότερο ή θα εξελιχθούν σε ΣΔ τύπου 1 ή θα είναι πολύ ανεπαρκείς στην ινσουλίνη. Σε αυτές τις περιπτώσεις επιβάλλεται η ινσουλίνη. Σε γενικές γραμμές, όμως, οι περισσότερες μελέτες δείχνουν ότι η χρήση ενός αγωνιστή υποδοχέα GLP-1 είναι η καλύτερη ενέσιμη θεραπεία για τα περισσότερα άτομα με ΣΔτ2, ανεξάρτητα από το ύψος της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης. Στη συνέχεια, αν χρειάζεται και άλλος αντιδιαβητικός παράγοντας, μπορεί να προστεθεί ινσουλίνη.

Η τελική επικαιροποίηση των οδηγιών του 2018 αναμένεται στις 5 Οκτωβρίου 2018, στην ετήσια συνάντηση του EASD (Ευρωπαϊκό Διαβητολογικό Συνέδριο).