Η Συμβολή του Καρδιολόγου στη Βελτίωση της Καρδιαγγειακής Υγείας του Διαβητικού Ασθενούς

123

Η  συχνότητα του Σακχαρώδους Διαβήτη έχει αυξηθεί αρκετά  τα τελευταία χρόνια και υπολογίζεται ότι περίπου 360 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως πάσχουν από Σακχαρώδη Διαβήτη. Προβλέψεις αναφέρουν ότι ο Διαβήτης τύπου 2 θα αυξηθεί σημαντικά τις επόμενες δεκαετίες και συγκεκριμένα το 2030 εκτιμάται ότι θα πάσχουν περίπου 552 εκατομμύρια άνθρωποι. Στην Ελλάδα η αύξηση της παχυσαρκίας, η καθιστική ζωή, καθώς επίσης και η υιοθέτηση μη-υγιεινών προτύπων διατροφής έχουν συμβάλει καθοριστικά στην ολοένα αυξανόμενη τάση εμφάνισης νέων περιστατικών διαβήτη.

Πολλές φορές, ο διαβητικός ασθενής επισκέπτεται τον καρδιολόγο είτε στα πλαίσια προληπτικού ελέγχου είτε σε περίπτωση που έχει παρατηρήσει κάποιο σύμπτωμα που υποδηλώνει πιθανή καρδιοπάθεια (π.χ. στηθαγχικό άλγος, δηλαδή πόνο στο στήθος).

Είναι γνωστό από πολλές ερευνητικές μελέτες, ότι ο Σακχαρώδης Διαβήτης αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα κινδύνου για εμφάνιση μελλοντικών καρδιαγγειακών νοσημάτων μέσω της πρόκλησης βλαβών στα αγγεία της καρδιάς (Στεφανιαία Νόσος).

Ο Καρδιολόγος θα πρέπει να ελέγχει την πιθανότητα ύπαρξης κάποιου καρδιακού νοσήματος. Πιο συγκεκριμένα θα πρέπει να διερευνά:

  • Την ύπαρξη συμπτωμάτων λόγω ισχαιμίας στα αγγεία της καρδιάς (Στεφανιαία Νόσος).  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο διαβητικός ασθενής λόγω της διαβητικής νευροπάθειας δεν έχει καλή αντίληψη της αίσθησης του πόνου και ως εκ τούτου ενδεχόμενα να μην μπορεί να αντιληφθεί μία πιθανή ισχαιμία στο μυοκάρδιο (σιωπηρή  ισχαιμία).
  • Την πιθανότητα καρδιακής ανεπάρκειας, όπως είναι η διαβητική μυοκαρδιοπάθεια. Αποτελεί μία κλινική κατάσταση κατά την οποία διαταράσσεται η λειτουργικότητα της καρδιάς. Η κατάσταση αυτή μπορεί να διαγνωστεί όταν ο ασθενής υποβληθεί σε  υπέρηχο καρδιάς από καρδιολόγο.
  • Έλεγχος για ύπαρξη σιωπηρής παροξυσμικής κολπικής μαρμαρυγής. Η κολπική μαρμαρυγή είναι μία αρρυθμία αρκετά συχνή στους διαβητικούς ασθενείς, η οποία διαγιγνώσκεται με  το Ηλεκτροκαρδιογράφημα, την καρδιολογική εξέταση και θεραπεύεται με κατάλληλα φάρμακα.

Από την άλλη μεριά, ασθενείς που έχουν υποστεί καρδιακό επεισόδιο θα πρέπει να διερευνώνται για πιθανή ύπαρξη διαβήτη με μέτρηση της γλυκόζης νηστείας (σακχάρου) ή γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη.

Συνεπώς, είναι πολύ σημαντικό ο διαβητικός ασθενής, προκειμένου να αποφύγει μελλοντικά καρδιαγγειακά συμβάντα (όπως έμφραγμα μυοκαρδίου), να ακολουθεί τις συστάσεις του γιατρού του.

Πιο συγκεκριμένα, οι διαβητικοί ασθενείς θα πρέπει:

  • Να ρυθμίζουν κατάλληλα το σάκχαρό τους σύμφωνα με τις οδηγίες του διαβητολόγου.
  • Na διακόψουν το κάπνισμα.
  • Να διατηρήσουν κανονικό σωματικό βάρος. Απώλεια βάρους ≥5%, αν ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ, BMI) είναι ≥25 kg/m2.
  • Να υιοθετήσουν μία υγιεινή διατροφή: μείωση πρόσληψης άλατος, αλκοόλ και κορεσμένων λιπαρών, με ταυτόχρονη αύξηση της πρόσληψης φυτικών ινών.
  • Να αυξήσουν τη σωματική δραστηριότητα (>30 λεπτά την ημέρα ή τουλάχιστον 150 λεπτά την εβδομάδα).
  • Να διατηρούν την αρτηριακή πίεση στα φυσιολογικά επίπεδα. Ο στόχος της αρτηριακής πίεσης θα πρέπει να είναι 140/85 mmHg με εξαίρεση τους ασθενείς που έχουν πρωτεΐνουρία (αυξημένη πρωτεΐνη στα ούρα) και νεφροπάθεια, που θα πρέπει να είναι λίγο χαμηλότερα                   (130/85 mmHg).
  • Να διατηρούν την LDL-χοληστερόλη σε χαμηλά επίπεδα. Πιο συγκεκριμένα, συστήνεται LDL-χοληστερόλη <100 mg/dl σε διαβητικούς ασθενείς και υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο ή ακόμα χαμηλότερα επίπεδα (<70 mg/dl) σε διαβητικούς ασθενείς με πολύ υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο (π.χ διαβητικοί ασθενείς με στεφανιαία νόσο) με τη χορήγηση κατάλληλου φαρμάκου.

Συνεπώς, διαβήτης και καρδιακά νοσήματα φαίνεται ότι συχνά συνυπάρχουν και ότι ο μελλοντικός κίνδυνος για καρδιακά νοσήματα είναι υπαρκτός στο διαβητικό ασθενή. Είναι προφανές, ότι ο Καρδιολόγος έχει καθήκον να συνεργάζεται στενά με το διαβητολόγο, αλλά και ο ασθενής με τη σειρά του να ακολουθεί τις συστάσεις των ιατρών του και να σκοπεύει συνειδητά στη βελτίωση και διατήρηση της καρδιαγγειακής του υγείας.