Ουρολοίμωξη & Διαβήτης – Ο «εφιάλτης» που επιστρέφει

2717

Τα τελευταία χρόνια, μελέτες και επιδημιολογικά δεδομένα έχουν αναδείξει μια σαφή συσχέτιση μεταξύ του σακχαρώδους διαβήτη και των ουρολοιμώξεων. Τα άτομα με διαβήτη έχουν κατά μέσο όρο 2-4 περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν ουρολοίμωξη, ενώ εμφανίζουν, επίσης, συχνά υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις και ασυμπτωματική βακτηριουρία.

Έχει παρατηρηθεί από μελέτες, ότι στους ασθενείς με ΣΔ εμφανίζονται διαταραχές σε όλο το φάσμα της ανοσολογικής απάντησης. Αποτέλεσμα είναι οι ασθενείς με ΣΔ να εμφανίζουν συχνότερα κοινές λοιμώξεις (π.χ. ουρολοιμώξεις, πνευμονίες), λοιμώξεις με βαριά κλινική εικόνα (π.χ. εμφυσηματώδης χολοκυστίτιδα ή πυελονεφρίτιδα, νεκρωτική απονευρωσίτιδα κ.ά.), ακόμη και βακτηριακές ή μυκητιασικές λοιμώξεις, που σε άτομα που δεν πάσχουν από διαβήτη είναι σχετικά σπάνιες (π.χ. κακοήθης εξωτερική ωτίτιδα, ρινοεγκεφαλική μουκορμύκωση κ.ά.).

Το δυσάρεστο είναι, ότι οι λοιμώξεις των ασθενών με ΣΔ συνοδεύονται από μεγάλη θνητότητα, ενώ άλλες παρουσιάζουν άτυπη (ήπια και ύπουλη) κλινική εικόνα. Απαιτείται, επομένως, επαγρύπνηση για την έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπισή τους.

Μεγάλης σημασίας είναι η ρύθμιση της γλυκόζης αίματος για την αποφυγή λοιμώξεων, αλλά και κατά την πορεία μίας εγκατεστημένης λοίμωξης. Η απορρύθμιση του διαβήτη ως συνέπεια της λοίμωξης, χρήζει ιδιαίτερης προσοχής κατά τη νοσηλεία των ασθενών.

Στα άτομα με διαβήτη εμφανίζεται συχνά και ασυμπτωματική βακτηριουρία, δεν χρήζει όμως αντιμικροβιακής θεραπείας.

Παθοφυσιολογία

Δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο αν η υπεργλυκαιμία αυτή καθ’ αυτή αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για λοιμώξεις. Φαίνεται, πάντως, πως υπάρχει σαφής αμφίδρομη σχέση λοιμώξεων – ΣΔ: Η ανεπαρκής ρύθμιση της γλυκόζης αυξάνει την επίπτωση των λοιμώξεων, ενώ οι τελευταίες συντελούν στην απορρύθμιση του ΣΔ.

Έχει βρεθεί ότι τα αυξημένα επίπεδα γλυκόζης ευνοούν την ανάπτυξη και προσκόλληση μυκήτων στο ουροθήλιο. Η Candida albicans προσκολλάται πιο εύκολα στο παρειακό ή κολπικό επιθήλιο, βοηθούμενη από εξαρτώμενες από τη γλυκόζη πρωτεΐνες και η προσκόλληση με τη σειρά της οδηγεί σε διαταραχή της φαγοκύττωσης, δίνοντας έτσι πλεονέκτημα στον μικροοργανισμό έναντι του ξενιστή.

Ο ΣΔ προκαλεί διαταραχές σε όλο το φάσμα της ανοσίας, ξεκινώντας από το δέρμα, που αποτελεί την πρώτη γραμμή άμυνας του οργανισμού. Τα έλκη και η νευροπάθεια του αυτόνομου νευρικού συστήματος διαταράσσουν αυτή τη φραγή άμυνας. Η παραγωγή κυτταροκινών είναι, επίσης, ελαττωμένη στους διαβητικούς ασθενείς.

ΣΔ & Ουρολοιμώξεις

Οι λοιμώξεις του ουροποιητικού είναι συχνότερες (2-4 φορές) στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη και εμφανίζουν συχνότερα επιπλοκές. Πέραν των παθοφυσιολογικών μηχανισμών που ήδη αναφέρθηκαν, στην αυξημένη συχνότητα των ουρολοιμώξεων συντείνει και η χρήση ουροκαθετήρων. Το 80% των λοιμώξεων εντοπίζεται στο κατώτερο ουροποιητικό, ενώ συχνή στα άτομα με διαβήτη είναι και η αμφοτερόπλευρη πυελονεφρίτιδα. Η κλινική εικόνα με πυρετό, λευκοκυττάρωση και συστηματική τοξιναιμία χαρακτηρίζει την πυελονεφρίτιδα και στους διαβητικούς. Όταν, αντί για τα αναμενόμενα εντεροβακτηριοειδή, απομονωθεί σε ουροκαλλιέργεια S. aureus, τίθεται υπόνοια αιματογενούς διασποράς, που δεν είναι ασυνήθιστη στα άτομα με διαβήτη.
Η οξεία κυστίτιδα θεραπεύεται και στα άτομα με διαβήτη με βραχυχρόνια από του στόματος σχήματα 5 ημερών. Η απόδοσή τους είναι βέλτιστη, όταν δοθούν εντός 24 ωρών από την έναρξη των συµπτωμάτων (µετά τη λήψη ουροκαλλιέργειας). Επί πυελονεφρίτιδας, συστήνεται η χορήγηση θεραπείας για 7-14 ημέρες, αρχικά ενδοφλέβια.
Φτωχή ανταπόκριση στη θεραπεία ασθενών με ΣΔ συνηγορεί υπέρ επιπλοκών, όπως η νεκρωτική θηλίτιδα ή το περινεφρικό απόστημα. Συµπτώματα και των δύο είναι η εγκατάσταση άλγους στη νεφρική χώρα, που συνοδεύεται από επιδείνωση του πυρετού. Ευρήματα, όπως ψηλαφητή μάζα στη νεφρική χώρα ή το υπογάστριο, είναι ισχυρές ενδείξεις αποστήματος, όμως αυτά εμφανίζονται μόνο στο 25% των περιπτώσεων.

Οι Thorley at a1. έδειξαν πως εμμένων πυρετός για πάνω από 4 ημέρες αποτελεί κλινικό κριτήριο για υποψία περινεφρικού αποστήματος. Η διάγνωση της νεκρωτικής θηλίτιδας επιβεβαιώνεται με ανάστροφη πυελογραφία και εκείνη του αποστήματος με υπερηχογραφικό έλεγχο ή αξονική τομογραφία.

Ασυµπτωµατική µικροβιουρία
Η βακτηριουρία είναι συχνότερη στα άτομα με διαβήτη, ιδίως δε στις γυναίκες (18% έναντι 6% σε γυναίκες που δεν πάσχουν από διαβήτη).

Αυξάνει ακόμη περισσότερο στην προχωρημένη νόσο με βλάβες στα όργανα-στόχους και επί πλημμελούς ρύθμισης του διαβήτη. Η ασυμπτωματική βακτηριουρία συχνά ακολουθείται από ουρολοίμωξη στα άτομα με ΣΔ τύπου 2. Εντούτοις, δε συστήνεται προληπτική χορήγηση αγωγής μετά την ανεύρεση ασυμπτωματικής βακτηριουρίας στο ΣΔ, γιατί δεν προφυλάσσει από τη μετέπειτα ανάπτυξη ουρολοίμωξης και υπάρχει υψηλός βαθμός επανεμφάνισης της βακτηριουρίας μετά τη διακοπή της. Επιπροσθέτως, η εμμένουσα ασυμπτωματική βακτηριουρία δεν επηρεάζει δυσμενώς τη νεφρική λειτουργία.

Μυκητουρία
Η μυκητουρία (κυρίως είδη Candida) είναι επίσης συχνή στα άτομα με διαβήτη. Το εύρος της σημειολογίας ποικίλλει από ασυµπτωματικό αποικισμό έως πυελονεφρίτιδα και νεφρικό ή περινεφρικό απόστημα. Παρουσία συμπτωμάτων ή ύπαρξη πυουρίας συνηγορούν υπέρ λοίμωξης. Ενώ η λοίμωξη του ανώτερου ουροποιητικού απαιτεί συστηματική θεραπεία, η θεραπεία λοίμωξης που περιορίζεται στην ουροδόχο κύστη παραμένει αμφιλεγόμενη, καθώς η μυκητουρία συχνά υποστρέφεται.

Οι αντιμυκητιασικές επιλογές περιλαμβάνουν τη χορήγηση Φλουκοναζόλης από το στόμα (200 mg/d επί 7-14 ημέρες) ή μια ενδοφλέβια δόση μικροσωμιακής Αμφοτερικίνης-Β.

Πρόληψη & θεραπεία

Οι λοιμώξεις συχνά επιπλέκουν την -ήδη επιβαρυμένη-κλινική πορεία και ποιότητα ζωής των ασθενών με ΣΔ. Η καλύτερη θεραπεία είναι η πρόληψη: Η καλή ρύθμιση του σακχάρου ενδέχεται να έχει ρόλο και στην πρόληψη και αντιμετώπιση των λοιμώξεων στα άτομα με διαβήτη.

Η θεραπεία των ουρολοιμώξεων περιλαμβάνει κυρίως τη χρήση αντιβιοτικών, στα οποία το παθογόνο μικρόβιο εμφανίζει ευαισθησία.

Παθοφυσιολογικά, οι επαναλοιμώξεις οφείλονται σε αυξημένη προσκόλληση παθογόνων στο ουροθήλιο, ενώ εμπλέκονται επίσης γενετικοί και ανατομικοί παράγοντες. Η αναγνώριση των τελευταίων θεωρείται ιδιαιτέρως κρίσιμη, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε διόρθωσή τους.

Η ουρολοίμωξη θεωρείται υποτροπιάζουσα όταν εμφανίζεται περισσότερο από τρεις φορές ετησίως.