Προσαρμογή της δόσης της ινσουλίνης για πρωτεΐνες, λίπος και γλυκαιμικό δείκτη

1023

Οι υδατάνθρακες θεωρούνται τα κύρια μακροθρεπτικά συστατικά που επηρεάζουν το μεταγευματικό σάκχαρο. Για αυτό, ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της θεραπευτικής αντιμετώπισης του Διαβήτη Τύπου 1 είναι η προσαρμογή της γευματικής δόσης της ινσουλίνης με βάση τον υπολογισμό των υδατανθράκων του γεύματος. Ωστόσο, πρόσφατα δεδομένα δείχνουν πως και άλλοι διατροφικοί παράγοντες, όπως οι πρωτεΐνες, το λίπος και ο γλυκαιμικός δείκτης επηρεάζουν σημαντικά το μεταγευματικό σάκχαρο. Έτσι, διάφοροι τρόποι έχουν προταθεί για τη χρονική στιγμή και την προσαρμογή της δόσης της ινσουλίνης σε τέτοιου είδους περιπτώσεις.

Αρχικά, θα πρέπει να κατανοήσουμε με ποιον τρόπο επηρεάζουν το μεταγευματικό σάκχαρο αυτοί οι διατροφικοί παράγοντες για να πετύχουμε τους γλυκαιμικούς στόχους. Με αυτό τον τρόπο θα μπορέσουμε να αντιστοιχήσουμε σωστά τη δόση και το χρόνο της ινσουλίνης σε κάθε είδους γεύμα.

Πρώτον, η προσθήκη λίπους σε ένα γεύμα με υδατάνθρακες επηρεάζει τα μεταγευματικά σάκχαρα, κυρίως γιατί καθυστερεί τη γαστρική κένωση, δηλαδή τα συστατικά του φαγητού απορροφούνται πιο αργά από τον οργανισμό, αλλά και γιατί ένα μέρος του μπορεί να μετατραπεί σε γλυκόζη. Τι σημαίνει αυτό με απλά λόγια; Όταν υπάρχει λίπος σε μικρές ποσότητες σε ένα γεύμα, η απορρόφηση των υδατανθράκων καθυστερείται και το μεταγευματικό σάκχαρο ανεβαίνει σταδιακά. Έτσι, η ινσουλίνη που έχει δοθεί για το γεύμα μπορεί πιο εύκολα να «συμβαδίσει» με την απορρόφηση των υδατανθράκων και το μεταγευματικό σάκχαρο να είναι πολύ κοντά στο φυσιολογικό. Όταν όμως η ποσότητα του λίπους είναι πολύ μεγάλη σε ένα γεύμα, 1) το σάκχαρο στο αίμα αυξάνεται πολύ αργά, 1-3 ώρες μετά το γεύμα με αυξημένη την πιθανότητα υπογλυκαιμίας και 2) αυξάνεται καθυστερημένα μετά από 3 ώρες, προκαλώντας υπεργλυκαιμία που διαρκεί ώρες μετά το γεύμα. Τι θεωρούμε, όμως, γεύμα πλούσιο σε λίπος; Γενικά, η ύπαρξη >40 g λίπους με υδατάνθρακες θεωρείται σημαντική και απαιτείται προσαρμογή της ινσουλίνης. Κλασικά παραδείγματα «ανθυγιεινών» γευμάτων πλούσιων σε λίπος είναι η πίτσα, το παστίτσιο/μουσακάς, burger με πατάτες τηγανιτές κ.ά.. Μπορεί όμως και ένα «υγιεινό» γεύμα να είναι πλούσιο σε λίπος και να απαιτεί και αυτό προσαρμογή της ινσουλίνης. Παραδείγματα «υγιεινών» γευμάτων πλούσιων σε λίπος (40 g λίπους) είναι:

  • 80 g ξηρών καρπών
  • 200 g αβοκάντο

Δεύτερον, η πρωτεΐνη και αυτή σε μεγάλες ποσότητες επηρεάζει τα μεταγευματικά σάκχαρα, καθώς ένα μέρος της μπορεί να μετατραπεί σε γλυκόζη ή/και να επηρεάσει κάποιες ορμόνες. Το αποτέλεσμα της πρωτεΐνης στο σάκχαρο θα είναι διαφορετικό εάν καταναλωθεί με ή χωρίς υδατάνθρακες και φαίνεται συνήθως καθυστερημένα (100 λεπτά μετά το γεύμα). Πιο συγκεκριμένα, η συνύπαρξη >40 g πρωτεϊνών με >30 g υδατανθράκων ή η ύπαρξη >75 g μόνο πρωτεϊνών επηρεάζει το μεταγευματικό σάκχαρο και απαιτείται η προσαρμογή της ινσουλίνης. Παραδείγματα γευμάτων που περιέχουν 40 g πρωτεϊνών με 30 g υδατανθράκων είναι:

  • 180 g κρέατος/ψαριού με 120 g ρύζι/μακαρόνια
  • 1 τοστ με 4 φέτες γαλοπούλα/τυρί

Παραδείγματα γευμάτων που περιέχουν 75 g πρωτεϊνών είναι:

  • 320 g κρέατος/ψαριού
  • 10 αυγά

Τέλος, ο γλυκαιμικός δείκτης κατατάσσει τα τρόφιμα ανάλογα με την ταχύτητα που αυξάνουν το μεταγευματικό σάκχαρο. Τρόφιμα με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη προκαλούν ταχύτατη αύξηση του μεταγευματικού σακχάρου, ακολουθούμενη από ταχύτατη πτώση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μεταγευματική υπεργλυκαιμία στα πρώτα λεπτά μετά το γεύμα και μεγάλη πιθανότητα για υπογλυκαιμία μέσα στο πρώτο δίωρο μετά το γεύμα. Αντίθετα, τρόφιμα με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη απορροφώνται σταδιακά από τον οργανισμό, προκαλώντας μια πιο ομαλή και πιο ήπια αύξηση του μεταγευματικού σακχάρου. Τρόφιμα με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη είναι το γιαούρτι, το γάλα, τα όσπρια και τα προϊόντα ολικής άλεσης. Τρόφιμα με μέτριο γλυκαιμικό δείκτη είναι τα αμυλούχα λαχανικά, το καλαμπόκι, το ρύζι, τα μακαρόνια, το παγωτό. Τρόφιμα με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη είναι το λευκό ψωμί, η πατάτα, τα δημητριακά.

Το μυστικό στις παραπάνω περιπτώσεις είναι να καταναλώνουμε πρωτεΐνες και λίπος με μέτρο, γιατί σε μικρές ποσότητες μας βοηθάνε να κρατάμε φυσιολογικό το μεταγευματικό σάκχαρο, αλλά σε μεγάλες ποσότητες μας «χαλάνε» τις μεταγευματικές τιμές, ακόμα και ώρες μετά το γεύμα. Επίσης, προτιμάμε τροφές με χαμηλό έως μέτριο γλυκαιμικό δείκτη που προκαλούν μια σταδιακή αύξηση του σακχάρου, με αποτέλεσμα πολύ καλές μεταγευματικές τιμές. Στις περιπτώσεις όμως που θα καταναλωθούν γεύματα με μεγάλες ποσότητες λίπους και πρωτεϊνών και τροφές με πολύ υψηλό γλυκαιμικό δείκτη, έχουν προταθεί οι παρακάτω συστάσεις.

Σε περιπτώσεις όπου το λίπος του γεύματος ξεπερνάει τα 40 g:

  • Σε εντατικοποιημένο σχήμα πολλαπλών ενέσεων, προτείνεται η προσθήκη 30-35% της υπολογισμένης δόσης ινσουλίνης μια ώρα μετά το γεύμα
  • Σε αντλία, προτείνεται η προσθήκη 30-35% της υπολογισμένης δόσης ινσουλίνης με διφασική χορήγηση 50/50 για τις επόμενες 2-2,5 ώρες

Σε περιπτώσεις όπου το γεύμα είναι πλούσιο σε πρωτεΐνη:

  • Για γεύματα όπου η πρωτεΐνη είναι λιγότερη από 75g, πιθανώς δε χρειάζεται να προσαρμοστεί η δόση της ινσουλίνης
  • Για γεύματα όπου συνυπάρχουν >30 g υδατάνθρακες με >40 g πρωτεϊνών προτείνεται η αύξηση της υπολογισμένης δόσης ινσουλίνης κατά 15-20%

Σε περιπτώσεις όπου το γεύμα είναι πολύ υψηλού γλυκαιμικού δείκτη:

  • Σε εντατικοποιημένο σχήμα πολλαπλών ενέσεων, προτείνεται η ινσουλίνη να γίνεται περίπου 20 λεπτά πριν το γεύμα (ειδικά εάν το προγευματικό σάκχαρο είναι αρκετά ψηλό)
  • Σε αντλία, προτείνεται αύξηση της υπολογισμένης δόσης ινσουλίνης πριν το γεύμα με ταυτόχρονη μείωση του βασικού ρυθμού στη μεταγευματική περίοδο

Ο υπολογισμός της δόσης της ινσουλίνης μετρώντας τους υδατάνθρακες του γεύματος δίνει στους διαβητικούς ασθενείς τη δυνατότητα να ελέγξουν σε μεγάλο βαθμό τα μεταγευματικά σάκχαρα και τελικά να έχουν ένα πολύ καλό γλυκαιμικό έλεγχο. Φαίνεται, όμως, πως εκτός από τους υδατάνθρακες, διατροφικοί παράγοντες όπως το λίπος, οι πρωτεΐνες και ο γλυκαιμικός δείκτης, μπορεί να επηρεάσουν τα μεταγευματικά σάκχαρα. Οι παραπάνω προτάσεις αποτελούν ένα γενικό κανόνα για την προσαρμογή της δόσης της ινσουλίνης και θα πρέπει να εξατομικεύονται για τον κάθε ασθενή. Τέλος, εάν ο κάθε ασθενής παρατηρεί και γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο συγκεκριμένες τροφές-γεύματα προκαλούν «περίεργα» μεταγευματικά σάκχαρα, με τη βοήθεια του διαιτολόγου θα μπορέσει να προσαρμόσει τη δόση και το χρόνο της ινσουλίνης πάνω στο καθημερινό του πρόγραμμα.

Βιβλιογραφία:

Bell KJ, Smart CE, Steil GM, Brand-Miller JC, King B, Wolpert HA. Impact of fat, protein, and glycemic index on postprandial glucose control in type 1 diabetes: implications for intensive diabetes management in the continuous glucose monitoring era. Diabetes Care. 2015 Jun;38(6):1008-15.

Hibbert‐Jones, E. (2016). Fat and protein counting in type 1 diabetes. Practical Diabetes33(7), 243-247.

Bell KJ, King BR, Shafat A, Smart CE. The relationship between carbohydrate and the mealtime insulin dose in type 1 diabetes. J Diabetes Complications. 2015  Nov-Dec;29(8):1323-9.