ΝΕΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΗ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ

189

Οι εξελίξεις στη θεραπεία του σακχαρώδους διαβήτη είναι σημαντικές:

1)  Τα νέα ανάλογα βασικής ινσουλίνης (γλαργινική ινσουλίνη U300 και ινσουλίνη degludec), πετυχαίνουν σταθερά επίπεδα ινσουλίνης στο αίμα όλο το 24ωρο με μία ένεση την ημέρα, με αποτέλεσμα τη μείωση των υπογλυκαιμιών.

Για τον εύκολο υπολογισμό των μονάδων και την ανώδυνη χορήγηση της ινσουλίνης υπάρχουν εξελιγμένα “στυλό” με λεπτές και μικρές εύκαμπτες βελόνες.

2)  Τα μιμητικά της ινκρετίνης (οι αναστολείς του ενζύμου DPP4 που χορηγούνται ως δισκία από το στόμα και τα ενέσιμα ανάλογα GLP1), τα οποία χορηγούνται μια φορά την ημέρα ή μια φορά την εβδομάδα. Τα φάρμακα αυτής της κατηγορίας δεν προκαλούν υπογλυκαιμίες, ενώ τα ενέσιμα μειώνουν την όρεξη και το σωματικό βάρος.

Έχει ήδη κυκλοφορήσει και έτοιμος συνδυασμός βασικής ινσουλίνης (degludec) και αναλόγου  GLP1 (λιραγλουτίδης) στο ίδιο στυλό και ο ασθενής μπορεί να τα πάρει και τα δυο μαζί με μία ένεση. Η λιραγλουτίδη, πρόσφατα απεδείχθη ότι μειώνει και τα καρδιαγγειακά επεισόδια. Επί επιτυχίας της βασικής ινσουλίνης να μειώσει τη γλυκόζη νηστείας αλλά αποτυχίας να μειώσει την HbA1c  (απόδειξη ότι παραμένουν αρρύθμιστες  οι μεταγευματικές τιμές γλυκόζης), σημαντική εναλλακτική λύση της προσθήκης αναλόγων ινσουλίνης ταχείας δράσης είναι η προσθήκη αναλόγου GLP1 στη βασική ινσουλίνη με θεαματικά αποτελέσματα.

3)  Οι αναστολείς SGLT2 είναι φάρμακα με τελείως ιδιαίτερο τρόπο δράσης, ο οποίος προκαλεί την αποβολή γλυκόζης με τα ούρα, με αποτέλεσμα τη μείωση της υπεργλυκαιμίας. Μειώνουν, επίσης, το σωματικό βάρος και την αρτηριακή πίεση και δεν προκαλούν υπογλυκαιμίες. Ένα από τα φάρμακα της κατηγορίας αυτής (η εμπαγλιφλοζίνη) μειώνει εντυπωσιακά τα καρδιαγγειακά επεισόδια αλλά και τους θανάτους από αυτά.

4)  Οι καινούργιες φορητές αντλίες ινσουλίνης μεγέθους κινητού τηλεφώνου, οι οποίες σε συνδυασμό με αισθητήρες 24ωρης καταγραφής της γλυκόζης σταματάνε αυτόματα τη χορήγηση ινσουλίνης σε περίπτωση υπογλυκαιμίας και επομένως προστατεύουν τον ασθενή.

5)  Οι νέοι εξελιγμένοι αισθητήρες συνεχούς μέτρησης της γλυκόζης στον υποδόριο ιστό δίνουν τη δυνατότητα στο γιατρό να βλέπει τις διακυμάνσεις της γλυκόζης κατά τη διάρκεια του 24ώρου ακόμα και τη νύχτα και επομένως να τροποποιεί κατάλληλα τη θεραπεία.  Οι συσκευές συνεχούς καταγραφής είναι πολύτιμα εργαλεία για την εντατικοποίηση της ρύθμισης στο διαβήτη χωρίς τον κίνδυνο υπογλυκαιμιών.

6)  Το πρώτο φορητό τεχνητό πάγκρεας μεγέθους κινητού τηλεφώνου κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο 2016.  Για την ώρα, το τεχνητό πάγκρεας καλύπτει μόνο τις ανάγκες της βασικής χορήγησης ινσουλίνης αλλά σύντομα θα μπορεί  να καλύπτει και τα γεύματα χωρίς την παρέμβαση του ασθενούς.

Όσον αφορά τη θεραπεία του διαβήτη τύπου 2, τονίζεται ότι:

1)  Το πιο σημαντικό από όλα είναι η σωστή διατροφή, η απώλεια βάρους (αν υπάρχει παχυσαρκία) και η άσκηση.

2)  Η θεραπεία είναι εξατομικευμένη.  Δεν υπάρχει μια κατηγορία φαρμάκων για όλους. Οι συνδυασμοί των φαρμάκων πρέπει να επιλέγονται ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες κάθε ασθενούς και να προσαρμόζονται στις προσωπικές του ανάγκες,

3)  Η θεραπευτική αντιμετώπιση του διαβήτη πρέπει να είναι ολιστική και να αφορά όχι μόνο την υπεργλυκαιμία αλλά και τις συνοσηρότητες. Σύμφωνα με τις οδηγίες της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας 2017 και της Αμερικανικής Διαβητολογικής Εταιρείας 2017, δείκτες καλής ρύθμισης είναι γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη κάτω από 7% και τιμές γλυκόζης αίματος πριν το φαγητό 80-130 mg/dl και 1-2 ώρες μετά το φαγητό κάτω από 180 mg/dl.

Στο πλαίσιο όμως της εξατομίκευσης της θεραπείας, τα όρια αυτά προσαρμόζονται ανάλογα με τον ασθενή.  Για παράδειγμα, σε άτομα μεγάλης ηλικίας τα οποία συνήθως έχουν και άλλα προβλήματα υγείας, οι θεραπευτικές επιλογές στοχεύουν στη διατήρηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης σε υψηλότερα επίπεδα (8,0-8,5%) για το φόβο των υπογλυκαιμιών.

Σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες Οδηγίες της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας (2017), η επιλογή των φαρμάκων πρέπει να γίνεται με βάση:

1) την αποτελεσματικότητα,

2) την ασφάλεια και τις ανεπιθύμητες ενέργειες,

3) τον κίνδυνο υπογλυκαιμίας,

4) την επίδραση στο σωματικό βάρος (αύξηση, μείωση ή ουδέτερη δράση),

5) το μηχανισμό δράσης (αξιολογείται με βάση τους παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς της υπεργλυκαιμίας στο συγκεκριμένο ασθενή),

6) τις ενδεχόμενες ευεργετικές επιδράσεις πέρα της αντι-υπεργλυκαιμικής, ιδίως στο καρδιαγγειακό σύστημα,

7) την ευκολία χορήγησης (αφορά κυρίως τους έτοιμους συνδυασμούς),

8) τη νεφρική λειτουργία,

9) την τυχόν ύπαρξη καρδιακής ανεπάρκειας,

10) την τυχόν ύπαρξη ηπατικής ανεπάρκειας, το κόστος για τον ασθενή αλλά και για το σύστημα υγείας (άμεσο και έμμεσο από τις ενδεχόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου).