Μεταγευματική Υπεργλυκαιμία και Καρδιαγγειακός κίνδυνος

692

Όταν αναφερόμαστε στον όρο μεταγευματική  υπεργλυκαιμία εννοούμε ουσιαστικά τις συγκεντρώσεις γλυκόζης πλάσματος μετά τη λήψη τροφής. Η αύξηση των επιπέδων γλυκόζης ξεκινά περίπου 10 λεπτά μετά την έναρξη ενός γεύματος.

Το εύρος και η μορφή της  μεταγευματικής υπεργλυκαιμίας εξαρτάται από  πολλούς παράγοντες, όπως ο χρόνος, η ποσότητα, η σύνθεση του γεύματος, η περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες και λίπος, η ικανότητα έκκρισης ινσουλίνης και γλυκαγόνης, καθώς και ο ρυθμός προώθησης της τροφής στο γαστρεντερικό σωλήνα, αλλά και άλλους παράγοντες, όπως ο βαθμός φυσικής δραστηριότητας πριν ή μετά  το γεύμα.  Συνεπώς, η χρονική στιγμή υπολογισμού της μεταγευματικής τιμής γλυκόζης είναι κάτι ιδιαίτερα πολύπλοκο και ετερογενές.

Με βάση την Αμερικάνικη διαβητολογική εταιρεία,  «η μέτρηση της γλυκόζης πλάσματος δύο ώρες μετά την έναρξη του γεύματος σε άτομα με διαβήτη, προσεγγίζει την τιμή αιχμής και παρέχει μια λογική εκτίμηση της μεταγευματικής υπεργλυκαιμίας».

Πολλές είναι εκείνες οι μελέτες, κυρίως επιδημιολογικού χαρακτήρα, οι οποίες  έχουν ερευνήσει τη σχέση  της μεταγευματικής υπεργλυκαιμίας  και της εμφάνισης καρδιαγγειακών συμβαμάτων, όπως οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.

Χαρακτηριστικά, στη μελέτη  «Honolulu»,  κατά την οποία  6400 άτομα χωρίς διαβήτη παρακολουθήθηκαν για 12 έτη,  διαπιστώθηκε ισχυρή συσχέτιση της μεταγευματικής γλυκαιμίας και του καρδιαγγειακού κινδύνου. Μεταγευματικές τιμές γλυκόζης  μεταξύ 157 και 185 mg/dl συσχετίστηκαν με διπλάσια θνητότητα σε σχέση με τιμές <144 m/dl.  Σε μια άλλη μεγάλη μελέτη με την ονομασία DIS  (Diabetes Intervention Study) σε 6000 άτομα με διαβήτη τύπου 2 και παρακολούθηση για 11 έτη, φάνηκε ότι η μεταγευματική τιμή γλυκόζης  ήταν καλύτερος προγνωστικός δείκτης από τη γλυκόζη νηστείας για το έμφραγμα μυοκαρδίου και το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.

Επιπλέον, στη μελέτη DECODE σε 25000 άτομα και παρακολούθηση για 10 έτη, φάνηκε ότι ο σχετικός κίνδυνος θανάτου από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο αυξάνει με τις  μεταγευματικές τιμές γλυκόζης ανεξάρτητα από τα επίπεδα της γλυκόζης νηστείας,  συσχέτιση η οποία  διατηρήθηκε ακόμα και μετά από στατιστική διόρθωση για τα επίπεδα γλυκόζης νηστείας. Τέλος, σε μια άλλη μελέτη φάνηκε  ενδεχόμενη συσχέτιση της πρώιμης αθηρωμάτωσης, όπως αυτή εκφράζεται με το  πάχος του μέσου-έσω χιτώνα της καρωτίδας και τις μεταγευματικές τιμές γλυκόζης.

Για την αποφυγή επιπλοκών, όπως το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο ή το έμφραγμα του μυοκαρδίου,  στόχος των ατόμων με διαβήτη πρέπει να είναι πάντοτε η σωστή γλυκαιμική ρύθμιση, όπως αυτή εκφράζεται με τη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (<7%) με ταυτόχρονη φροντίδα για αποφυγή υπογλυκαιμιών, οι οποίες δύνανται ενίοτε να είναι πιο επικίνδυνες από την υπεργλυκαιμία.  Η συμβολή της μεταγευματικής υπεργλυκαιμίας στην αύξηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης είναι  σημαντική, για το λόγο αυτό, θα πρέπει να δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή στην αποφυγή της, χωρίς όμως να δημιουργούμε συνθήκες συχνής εμφάνισης υπογλυκαιμιών.

Μεγάλος αριθμός μελετών, οι οποίες είδαν σχετικά πρόσφατα το φώς της δημοσιότητας, διερευνούν  το ρόλο της διακύμανσης της γλυκόζης στην αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου ανεξάρτητα από την προγευματική ή μεταγευματική κατάσταση. Με βάση τις μελέτες αυτές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με τη βοήθεια συσκευών 24ωρης καταγραφής της γλυκόζης, η αυξημένη διακύμανση της γλυκόζης κατά τη διάρκεια του 24ωρου σχετίζεται με σημαντική αύξηση του κινδύνου για καρδιαγγειακά συμβάματα.  

Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένονται νεότερες εξελίξεις, οι οποίες θα ρίξουν περισσότερο φως σε αυτά τα ερωτήματα, καθώς απαιτούνται περισσότερες μελέτες, με ομάδα ελέγχου για την ανάπτυξη ισχυρού βαθμού αξιοπιστίας της συσχέτισης της μεταγευματικής υπεργλυκαιμίας ή των διακυμάνσεων της γλυκόζης γενικότερα,  με τον  καρδιαγγειακό κίνδυνο.