Μνημόνιο και Σακχαρώδης Διαβήτης: ένα σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες

78

Η κρίση και οι πολιτικές λιτότητας στο χώρο της υγείας αναδεικνύουν, προϊόντος του χρόνου, τη σημασία των Οικονομικών της Υγείας στον εγχώριο και διεθνή σχεδιασμό. Η εκπορευόμενη από τους Θεσμούς, δημοσιονομικής λογικής, περικοπή των δαπανών και η υφιστάμενη δομή του ελληνικού συστήματος υγείας (θεραπεία έναντι πρόληψης, δευτεροβάθμια φροντίδα υγείας έναντι πρωτοβάθμιας, απουσία  συνέχειας και συνέπειας της φροντίδας, σε συνδυασμό με τη διαχρονική αύξηση της χρόνιας νοσηρότητας, θέτουν δυσεπίλυτα ζητήματα στους διαμορφωτές της πολιτικής υγείας. Οι επιλογές κατανομής των πόρων γίνονται συνεχώς πιο σύνθετες, δύσκολες και εν τέλει καθοριστικές. Είναι πλέον κοινός τόπος ότι οι μηχανισμοί των συστημάτων ασφάλισης και αποζημίωσης οφείλουν να συμπεριλαμβάνουν την οικονομική παράμετρο.

Η Παγκόσμια Ημέρα Υγείας του 2016 (7η Απριλίου) με στόχευση στο Σακχαρώδη Διαβήτη (ΣΔ) βρίσκει πάνω από 400 εκατομμύρια ανθρώπους ανά την υφήλιο να ζουν πάσχοντες από τη νόσο1. Ως συνέπεια των μεταβολών στο πρότυπο διαβίωσης και της δημογραφικής και επιδημιολογικής μεταβολής, ο ΣΔ εμφανίζεται σαν μείζον πρόβλημα Δημόσιας Υγείας, με δυσβάστακτο φορτίο για την κοινωνία.

Ενδεικτικά, αναφέρεται ο επιπολασμός της νόσου, από 2,8% (επί του αστικού πληθυσμού) το 19702, πλέον εκτιμάται σε 9,2% επί του πληθυσμού άνω των 15 ετών3. Ακολουθώντας το μοτίβο του «κανόνα του μισού» μόνο το 62% των ασθενών λαμβάνει θεραπεία, εκ των οποίων το 43% επιτυγχάνει τους θεραπευτικούς στόχους (σύμφωνα με προς δημοσίευση στοιχεία). Η σύνδεση με την απουσία προσυμπτωματικού ελέγχου και τη χαμηλής κλίμακας συμμόρφωση είναι εύλογη. Επιπροσθέτως, η κατάσταση επιδεινώνεται εν μέσω κρίσης, αφενός με ενδείξεις για αλλαγή των διατροφικών συνηθειών3 και αφετέρου με τη μειωμένη χρήση υπηρεσιών υγείας (διαγνωστικές εξετάσεις και θεραπευτική αγωγή), λόγω απώλειας ασφαλιστικής κάλυψης, αύξησης της συμμετοχής και αδυναμίας πρόσβασης 3,4.

Μαζί με την προαναφερθείσα αύξηση της συχνότητας της νόσου, η ανάγκη για πιο εντατική θεραπεία και η εισαγωγή καινοτόμων και συνακόλουθα ακριβών φαρμάκων έχουν εκτοξεύσει τις δαπάνες για το ΣΔ. Επιπροσθέτως, παράγοντες όπως η χρόνια φύση της νόσου μαζί με τις επιπλοκές (καρδιαγγειακά, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, βλάβες του αμφιβληστροειδούς, έλκη) και τη συννοσηρότητα, συμβάλλουν στην πρόκληση κόστους, το οποίο αντιστοιχεί στο 3%-6% της συνολικής υγειονομικής δαπάνης παγκοσμίως6, με εύρος από 2,5% έως 15%, ανάλογα με το επίπεδο παροχής υπηρεσιών και το επίπεδο χρήσης νέας τεχνολογίας7.

Στην Ελλάδα, πλήθος ερευνών αποκαλύπτει την έκταση και τις διαστάσεις του προβλήματος. Εν συντομία, το ετήσιο κόστος ανά ασθενή ΣΔτ1 εκτιμάται σε €2.7008 (Πίνακας 1), ενώ για το ΣΔτ2 το ετήσιο κόστος έχει υπολογιστεί σε €992-€1154 και €1069,2 σε τιμές τρίτου πληρωτή9,10 και €1297,311.

 

Πίνακας 1: Μέσο και αναλογικό ετήσιο κόστος ανά ασθενή (ΣΔτ1)

Κατηγορία κόστους Μέσο ετήσιο κόστος ανά ασθενή (€) Ετήσιο κόστος (%)
Επισκέψεις 65.9 2.4%
Νοσοκομειακή περίθαλψη 47.0 1.7%
Εργαστηριακές εξετάσεις 141.0 5.2%
Αναλώσιμα 2000.7 73.7%
Φάρμακα 458.0 17%
Συνολικό κόστος 2712.0 100%

 

Παρότι οι δείκτες των παραγόντων κινδύνου δεν χειροτέρευσαν κατά τη διάρκεια της κρίσης, το κόστος της αγωγής έχει σαφέστατα αυξηθεί, εύρημα το οποίο επαναλαμβάνεται με έτερη εκτίμηση (βάσει συνταγών) σε ένα ποσό ελάχιστα κάτω από τα 40012. Η εξέταση των τεκμηρίων των ανωτέρω μελετών επιβεβαιώνει ότι επιπλοκές και συννοσηρότητα ευθύνονται για το μεγαλύτερο μέρος του κόστους, αλλά και ότι η κατανομή του κόστους διαφοροποιείται σημαντικά με την ικανοποιητική ρύθμιση της νόσου.  Η αποτύπωση του υποδείγματος διαχείρισης των ασθενών με ΣΔτ2, με διάκριση των ασθενών σε ρυθμισμένους και μη, με 3 κατηγορίες κόστους (κόστος εξετάσεων, επισκέψεων και αγωγής), οδηγεί στη διαπίστωση ότι οι καταναλισκόμενοι πόροι για τους μη ρυθμισμένους ασθενείς είναι 50% περισσότεροι (Πίνακας 2). Παράλληλα, τεκμαίρεται ότι οι επιπλοκές υπερδιπλασιάζουν το ετήσιο κόστος (€2889)11.

 

Πίνακας 2:  Ετήσιο κόστος και κατανομή ετήσιου κόστους ανάλογα με την ρύθμιση

Ρυθμισμένοι
ασθενείς (€)
Μη ρυθμισμένοι
ασθενείς (€)
Κόστος διαγνωστικών εξετάσεων 428,9 43,6% 720,2 45,9%
Κόστος επισκέψεων 214,6 21,8% 408,2 26,0%
Κόστος φαρμακευτικής αγωγής 339,5 34,5% 441,5 28,1%
Συνολικό μέσο
ετήσιο κόστος
983 100,00% 1.569,9 100,00%

 

Η Οικονομική Αξιολόγηση (δηλαδή η σύγκριση εναλλακτικών παρεμβάσεων σε όρους κόστους και οφέλους), παρέχει μια ενδιαφέρουσα οπτική. Η στρατηγική της πλήρους κάλυψης των per os παραγόντων (με την προσθήκη κόστους της φαρμακοθεραπείας και την αφαίρεση του κόστους των επιπλοκών), υπαγορεύει ότι για κάθε €1 που θα επένδυε η ασφάλιση καλύπτοντας πλήρως τη θεραπεία, σε 3 έτη θα απέδιδε €1,2313.

Η έννοια της διαχείρισης της νόσου, ως ένα σύστημα συντονισμένων παρεμβάσεων και μετάδοσης πληροφοριών σε πληθυσμούς ασθενών ή οιωνοί ασθενών, εστιάζει στην εξέλιξη της κλινικής πορείας των ασθενών έναντι της μεμονωμένης αντιμετώπισης διακριτών επεισοδίων και αυταπόδεικτα, η αντιμετώπιση των χρονίων νοσημάτων, όπως ο ΣΔ αποτελεί προνομιακό πεδίο εφαρμογής. Για την επίτευξη του στόχου χρησιμοποιείται μια σειρά προσεγγίσεων που συνδέονται με πάγια αιτήματα της επιστημονικής κοινότητας, όπως η εκπαίδευση του ασθενούς, η παροχή κατευθυντήριων οδηγιών, η παρακολούθηση και η πρόσβαση στην κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. Έτσι, η ορθή διαχείριση ενός νοσήματος έχει αναμφίβολα κλινικά οφέλη με παράλληλη περιστολή των υγειονομικών δαπανών και άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.

Η χρόνια νοσηρότητα αποτελεί τη βασική προτεραιότητα στην ατζέντα της πολιτικής υγείας για τα επόμενα χρόνια και κάθε σχετική παρέμβαση θα πρέπει, εκ των πραγμάτων, να γίνει με «χειρουργική» ακρίβεια.