Η συχνότητα και το κόστος του Σακχαρώδη Διαβήτη.

46
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης αποτελεί ένα χρόνιο νόσημα με σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές διαστάσεις και για τον λόγο αυτό τείνει να αναδειχθεί ως ένα απο τα σημαντικότερα προβλήματα δημόσιας υγείας.Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, 382  περίπου εκατομμύρια άνθρωποι της ηλικιακής ομάδας 20 έως 79 ετών υποφέρουν απο σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ). Ο δείκτης επιπολασμού, δηλαδή το ποσοστό του πληθυσμού παγκοσμίως που πάσχει απο την νόσο ανέρχεται στο 8,3% περίπου. Σύμφωνα με τις προβλέψεις των επιδημιολόγων και των βιοστατιστικών, το 2030 ο δείκτης επιπολασμού θα ανέλθει στο 9,9%, που σημαίνει οτι 592 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως θα πάσχουν απο σακχαρώδη διαβήτη.Η αυξημένη συχνότητα εμφάνησης της νόσου αποδίδεται στη γήρανση του πληθυσμού, στην αστικοποίηση και σε παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με τον σύγχρονο τρόπο διαβίωσης, όπως είναι η έλλειψη άσκησης, η παχυσαρκία και η κακή διατροφή.

Στην Ελλάδα υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις για τον δείκτη επιπολασμού της νόσου. Ο Διεθνής Οργανισμός για τον Σακχαρώδη Διαβήτη εκτιμά ότι το 7% του Ελληνικού πληθυσμού, δηλαδή 604.000 περίπου Ελληνίδες και Έλληνες πάσχουν από Σακχαρώδη Διαβήτη. Οι προβλέψεις του ιδίου Οργανισμού εκτιμούν ότι το 2030 το ποσοστό του ενήλικου Ελληνικού πληθυσμού με ΣΔ θα ανέλθει στο 8.3%. Η Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία υποστηρίζει ότι ο δείκτης επιπολασμού διακυμένεται σήμερα ανάμεσα στο 8% έως 10%. Στην ίδια εκτίμηση κατέληξαν και τα συμπεράσματα της έρευνας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών.

Οι οικονομικές επιπτώσεις του Σακχαρώδη Διαβήτη στα συστήματα υγείας και στην κοινωνία γενικότερα ειναι πολλαπλές και ιδιαίτερα δαπανηρές δεδομένης της αυξημένης συχνότητας της νόσου, της συνοσηρότητας καθώς και των επιπλοκών της.

Οι μελέτες αποτίμησης του κόστους της ασθένειας παρουσιάζουν σημαντικές μεθοδολογικές διαφοροποιήσεις, που σχετίζονται με τον τρόπο μέτρησης των μεγεθών που απαρτίζουν το κόστος θεραπείας, την διαχείριση της νόσου, και την γενικότερη αντιμετώπιση της νόσου σε νοσοκομειακό και εξωνοσοκομειακό επίπεδο.

Η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία εκτιμά ότι το συνολικό κόστος του διαβήτη στις ΗΠΑ ανέρχεται σε 245 δισεκατομμύρια δολάρια, από τα οποία τα $176 δισεκατομμύρια  αναφέρονται σε άμεσες ιατρικές δαπάνες (άμεσο κόστος) και τα $69 δισεκατομμύρια δολάρια σε μειωμένη παραγωγικότητα (έμμεσο κόστος).

Στην Ευρώπη εκπονήθηκαν διάφορες μελέτες από πολλούς ερευνητές. Σε μια προσπάθεια εναρμόνησης των μελετών για την καλύτερη δυνατή σύγκριση των αποτελεσμάτων προέκυψε ότι  στο Ηνωμένο Βασίλειο το ετήσιο συνολικό κόστος ανέρχεται στα 23,7 δισεκατομμύρια λίρες Αγγλίας, σε 920 εκατ € στη Σουηδία, και σε 1,5 δις € στην Πολωνία. Απο μελέτες που έγιναν σε πέντε χώρες της Δυτικής Ευρώπης (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο) προέκυψε ότι το συνολικό άμεσο ετήσιο κόστος (κόστος των επιπλοκών συμπεριλαμβάνεται) κυμάνθηκε από 5,45 δις €  στην Ισπανία σε 43,2 δις €  στην Γερμανία.

Στην Ελλάδα, έχουν διεξαχθεί αρκετές μελέτες που αποβλέπουν στην εκτίμηση του κόστους του Σακχαρώδη Διαβήτη.

Το άμεσο ετήσιο κόστος της ασθένειας ανέρχεται στα 1.300 περίπου ευρώ. Εάν συμπεριλάβουμε και την πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση από την γενικότερη συνοσηρότητα και τις επιπλοκές που προκαλεί η νόσος, τότε το συνολικό κόστος διαχείρισης του σακχαρώδη διαβήτη στην Ελλάδα  ανέρχεται σε € 7.111 ευρώ ετησίως ανα ασθενή. Αναλύοντας τα κύρια συστατικά του κόστους αυτού προέκυψε ότι μόνο το 16% αποδίδεται στην βασική θεραπέια του Σακχαρώδη Διαβήτη αυτού καθ’αυτού. Το μεγαλύτερο ποσοστό που ανέρχεται στο 48%, αποδίδεται στην συνοσηρότητα και τις επιπλοκές της νόσου και το 36% στην φαρμακευτική αγωγή.

Από διάφορες μελέτες έχει προκύψει ότι οι ασθενείς που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη αντιμετωπίζουν πολλές δυσκολίες στη συμμόρφωση τους με τις ιατρικές οδηγίες. Για την αποφυγή των επιπλοκών και του επιπλέον κόστους συνίσταται η συνεχής ενημέρωση του ασθενή.

Η ικανοποίηση των βασικών διακιωμάτων του ασθενούς, η διασφάλιση της πρόσβασης στις σύγχρονες θεραπείες και ο σεβασμός της προσωπικότητας του ασθενούς αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την στοχευμένη πρόληψη και θεραπεία της νόσου.